Η Κάντσουεϊν προχώρησε εγκάρσια της πλατείας, πέρασε τις ανοικτές πύλες της Αίθουσας των Συμβούλων και βγήκε σε ένα μεγάλο, ψηλοτάβανο δωμάτιο, που έμοιαζε με στάβλο. Μια ντουζίνα άντρες με μπλε πανωφόρια κάθονταν ανακούρκουδα δίπλα στα ατομικά φορεία, στις πόρτες των οποίων ήταν ζωγραφισμένα ένα χρυσό ξίφος κι ένα χρυσό χέρι, και κοίταξαν έκπληκτοι την εισερχόμενη παρέα. Εξίσου έκπληκτοι τους κοιτούσαν κι οι άντρες με τις μπλε στολές, οι οποίοι ξεσέλωναν τα ζώα από μια άμαξα, που επάνω της ήταν ζωγραφισμένη η σφραγίδα με το ξίφος και το χέρι, καθώς κι αυτοί που σκούπιζαν το λιθόστρωτο με μεγάλα σάρωθρα. Δύο ακόμα ιπποκόμοι οδηγούσαν τα άλογα σε έναν φαρδύ διάδρομο, που ανέδιδε μυρωδιά από σανό και κοπριά.
Ένας παχουλός μεσήλικας με γυαλιστερά μάγουλα ήρθε τρεχάτος, διασχίζοντας το λιθόστρωτο, κουνώντας το κεφάλι του με μικρές υποκλίσεις και σκουπίζοντας τα χέρια του. Ενώ οι άλλοι άντρες είχαν τα μακριά τους μαλλιά δεμένα στον σβέρκο, τα δικά του ήταν πιασμένα με μια μικρή ασημένια πιάστρα, και το μπλε πανωφόρι του έδειχνε να είναι φτιαγμένο από μάλλινο καλής ποιότητας, με τη χρυσή απεικόνιση του Ξίφους και του Χεριού κεντητά σε μεγάλο μέγεθος στο αριστερό στήθος. «Συγχωράτε με», είπε με ένα δουλοπρεπές χαμόγελο. «Δεν θέλω να σας προσβάλω, αλλά φοβάμαι πως πάτε σε λάθος κατεύθυνση. Αυτή είναι η Αίθουσα των Συμβούλων και...»
«Πες στην Πρώτη Σύμβουλο Μπαρσάλα ότι η Κάντσουεϊν Μελάιντριν ήρθε να τη δει», τον έκοψε η Κάντσουεϊν ξεπεζεύοντας.
Το χαμόγελο του άντρα χάθηκε από τη μια πλευρά του στόματός του και τα μάτια του γούρλωσαν. «Η Κάντσουεϊν Μελάιντριν; Νόμιζα πως ήσαστε...!» Η φράση του κόπηκε από το άξαφνο και σκληρό της βλέμμα, κατόπιν έβηξε πάνω στην παλάμη του και το αηδιαστικό του χαμόγελο επανήλθε. «Συγχωράτε με, Κάντσουεϊν Σεντάι. Μου επιτρέπετε να συνοδεύσω εσάς και τους συντρόφους σας στην αίθουσα αναμονής, όπου θα σας υποδεχθούν όπως πρέπει μέχρι να ειδοποιήσω την Πρώτη Σύμβουλο;» Τα μάτια του γούρλωσαν ελαφρά καθώς ατένισε τους συντρόφους της. Ήταν ολοφάνερο πως μπορούσε να αναγνωρίσει μια Άες Σεντάι, τουλάχιστον μέσα σε μια ομάδα. Η Σάλον κι η Χαρίνε τον έκαναν να βλεφαρίσει, κατά τ’ άλλα όμως είχε αρκετή αυτοκυριαρχία για στεριανός και δεν έδειχνε διόλου εμβρόντητος.
«Σου επιτρέπω να τρέξεις με όση δύναμη έχουν τα πόδια σου, να πεις στην Αλέιζ ότι έφτασα, αγόρι μου», αποκρίθηκε η Κάντσουεϊν, λύνοντας τον μανδύα της και πετώντας τον πάνω στη σέλα της. «Πες της ότι θα βρίσκομαι στον θόλο κι ότι δεν έχω όλη τη μέρα στη διάθεση μου. Άντε, τρέχα!» Αυτή τη φορά, το χαμόγελο του άντρα δεν χάθηκε, αλλά έγινε ακόμα πιο αρρωστημένο. Δίστασε για μια στιγμή, αλλά αμέσως μετά άρχισε να τρέχει, φωνάζοντας στους σταβλίτες να έρθουν να πάρουν τα άλογα.
Η Κάντσουεϊν έπαψε να του δίνει σημασία με το που του έδωσε τις διαταγές. «Βέριν, Κουμίρα, εσείς οι δυο θα έρθετε μαζί μου», ανήγγειλε ξερά. «Μερίς, φρόντισε τους υπόλοιπους κι ετοιμάσου, μέχρι να... Αλάνα, γύρισε πίσω και ξεπέζεψε. Αλάνα!» Απρόθυμα, η Αλάνα έστρεψε το υποζύγιό της μακριά από τις πύλες και ξεπέζεψε με βλέμμα βλοσυρό και κατηφές. Ο λιπόσαρκος Πρόμαχός της, ο Ίχβον, την κοιτούσε ανήσυχα. Η Κάντσουεϊν αναστέναξε, λες κι η υπομονή της είχε φτάσει στα όρια. «Αν χρειαστεί, κάτσε επάνω της για να μη φύγει, Μερίς», είπε, δίνοντας τα γκέμια σε έναν μικροκαμωμένο και νευρώδη σταβλίτη. «Θέλω να είστε έτοιμοι για αναχώρηση μόλις ξεμπερδέψω με την Αλέιζ». Η Μερίς ένευσε καταφατικά, κι η Κάντσουεϊν στράφηκε στον σταβλίτη. «Το μόνο που χρειάζεται είναι λίγο νερό», του είπε, χαϊδεύοντας στοργικά το άλογό της. «Δεν εξασκήθηκε πολύ σήμερα».
Η Σάλον ήταν ιδιαίτερα χαρούμενη που έδωσε το άλογό της σε ένα σταβλίτη χωρίς οδηγίες. Δεν θα την ένοιαζε ακόμα κι αν το σκότωνε. Μέσα στην παραζάλη, δεν ήξερε πόση απόσταση είχαν διανύσει, μα ένιωθε λες και βρισκόταν πάνω σε αυτή τη σέλα εκατοντάδες χιλιόμετρα μέχρι να φτάσουν στην Καιρχίν. Ένιωθε τη σάρκα της τσαλακωμένη, σχεδόν όσο και τα ρούχα της. Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως το χαριτωμένο πρόσωπο του Τζαχάρ δεν βρισκόταν ανάμεσα στους υπόλοιπους άντρες. Ο Τόμας της Βέριν, ένας γεροδεμένος γκριζομάλλης, εξίσου σκληρός με τους άλλους, οδηγούσε το διάστικτο γκρίζο υποζύγιο που ανήκε στον Τζαχάρ. Πού είχε πάει ο νεαρός; Η Μερίς, πάντως, δεν έμοιαζε να ανησυχεί λόγω της απουσίας του.