«Αυτή η Πρώτη Σύμβουλος», γρύλισε η Χαρίνε, αφήνοντας τον Μόαντ να τη βοηθήσει να ξεπεζέψει. Οι κινήσεις της ήταν εξίσου άκαμπτες με της Σάλον, ενώ ο άντρας είχε κατέβει από το άλογό του με έναν πήδο μονάχα. «Τόσο σημαντική είναι εδώ αυτή η γυναίκα, Σαρίνε;»
«Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως είναι η ηγεμόνας του Φαρ Μάντινγκ, παρ’ όλο που οι υπόλοιπες Σύμβουλοι αναφέρονται σε αυτήν ως πρώτη μεταξύ ίσων, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό». Η Σαρίνε παρέδωσε κι αυτή το υποζύγιό της σε έναν σταβλίτη. Φάνταζε ατσαλάκωτη. Ίσως είχε αναστατωθεί προηγουμένως με αυτό το τερ’ανγκριάλ που έκλεβε την Πηγή, αλλά τώρα έμοιαζε ψυχρή κι αδιάφορη και το πρόσωπό της ήταν ένα σμιλεμένο κομμάτι πάγου. Ο σταβλίτης σκόνταψε και μόνο που την κοίταξε. «Κάποτε, οι Πρώτες Σύμβουλοι έδιναν συμβουλές στις βασίλισσες του Μαρέντο, αλλά από τότε που το Μαρέντο... καταλύθηκε... οι περισσότερες Πρώτες Σύμβουλοι θεώρησαν εαυτούς ως φυσικές διαδόχους των ηγεμόνων του Μαρέντο».
Η Σάλον ήξερε πως οι γνώσεις της περί της ιστορίας των στεριανών ήταν τόσο χαοτικές όσο κι οι γνώσεις της περί της γεωγραφίας της ενδοχώρας, αλλά ποτέ δεν είχε ξανακούσει για κάποιο έθνος με το όνομα Μαρέντο. Για τη Χαρίνε, όμως, αρκούσαν όσα είχε ακούσει. Αν αυτή η Πρώτη Σύμβουλος κυβερνούσε την περιοχή, η Κυρά των Κυμάτων της Φατρίας Σοντάιν έπρεπε να τη συναντήσει. Ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για την αξιοπρέπειά της. Διέσχισε με αποφασιστικό βήμα την αυλή των στάβλων, κατευθυνόμενη προς την Κάντσουεϊν.
«Α, ναι», είπε η ανυπόφορη Άες Σεντάι πριν προλάβει η Χαρίνε να ανοίξει το στόμα της. «Θα έρθεις κι εσύ μαζί μου, όπως κι η αδερφή σου, αλλά ο Κύριος των Σπαθιών καλύτερα να μείνει πίσω. Ούτως ή άλλως, ένας άντρας στον θόλο δεν είναι ό,τι καλύτερο, πόσω μάλλον ένας άντρας με σπαθί. Οι Σύμβουλοι θα πάθαιναν κρίση. Έχεις κάποια απορία, Κυρά των Κυμάτων;» Η Χαρίνε έκλεισε ερμητικά το στόμα της, και το κροτάλισμα των δοντιών της ακούστηκε έντονα. «Ωραία», μουρμούρισε η Κάντσουεϊν. Η Σάλον μούγκρισε. Όσα συνέβαιναν δεν βελτίωναν την ψυχική διάθεση της αδελφής της ούτε κατά διάνοια.
Με την Κάντσουεϊν να τις οδηγεί, πέρασαν πλατιούς διαδρόμους με γαλάζιο πλακόστρωτο, πλευρικά των οποίων κρέμονταν ζωηρόχρωμες ταπισερί ενώ φωτίζονταν από επίχρυσους φανούς σε ορθοστάτες με απαστράπτοντες καθρέφτες· υπηρέτες με μπλε ενδυμασίες τους κοιτούσαν έκπληκτοι πριν προβούν στις εσπευσμένες αβρότητες των στεριανών. Τις ανέβασε σε μακρόστενα κι απότομα σκαλοπάτια από άσπρη πέτρα, που έμοιαζαν μετέωρα, έτσι όπως ακουμπούσαν ίσα-ίσα πάνω στους ανοιχτόχρωμους τοίχους, κάτι που δεν συνέβαινε πάντα. Η Κάντσουεϊν γλιστρούσε σαν κύκνος αλλά με τέτοια ταχύτητα, που η Σάλον ένιωθε τα πόδια της να καίνε από τον πόνο. Το πρόσωπο της Χαρίνε ήταν μια ξύλινη μάσκα, που έκρυβε την προσπάθεια που κατέβαλλε να ανέβει τις σκάλες. Ακόμα κι η Κουμίρα φάνταζε κάπως έκπληκτη, παρ’ όλο που ο βηματισμός της Κάντσουεϊν δεν την ανάγκαζε να κοπιάσει πολύ. Η παχουλή και μικροκαμωμένη Βέριν προχωρούσε τρικλίζοντας στο πλευρό της Κάντσουεϊν, χαμογελώντας πού και πού πάνω από τον ώμο της προς το μέρος της Χαρίνε και της Σάλον. Υπήρχαν φορές που η Σάλον πίστευε ότι μισούσε τη Βέριν, αλλά σε αυτά τα χαμόγελα δεν υπήρχε έχθρα ή θυμηδία, παρά μόνον ενθάρρυνση.
Η Κάντσουεϊν τις οδήγησε σε μια τελευταία στριφογυριστή σκάλα, κυκλωμένη από τοίχους, και ξαφνικά βρέθηκαν σε έναν εξώστη με ένα περίτεχνο, επίχρυσο, μεταλλικό κιγκλίδωμα, που απλωνόταν περιμετρικά... Για μια στιγμή, η Σάλον έμεινε με το στόμα ανοικτό. Από πάνω της υψωνόταν ένας επιβλητικός, τοξωτός, γαλάζιος θόλος, που έφτανε σε ύψος τα εκατό πόδια τουλάχιστον. Δεν υπήρχε καμία υποστηρικτική κατασκευή. Η άγνοιά της για τους στεριανούς δεν αφορούσε μόνο στη γεωγραφία και στην ιστορία, αλλά περιλάμβανε και την αρχιτεκτονική —όπως επίσης και τις Άες Σεντάι— που σημαίνει ότι ήταν σχεδόν ολοκληρωτική, με μόνη εξαίρεση την πόλη της Καιρχίν. Μπορούσε να φτιάξει τα σχέδια ενός καταδρομικού και γνώριζε καλά πώς έπρεπε να ναυπηγηθεί, αλλά η κατασκευή ενός τέτοιου οικοδομήματος ξεπερνούσε τη φαντασία της.
Αψιδωτές είσοδοι πλαισιωμένες με λευκή πέτρα, όπως εκείνη από την οποία είχαν εισέλθει, σηματοδοτούσαν τα σκαλοπάτια σε τρία διαφορετικά σημεία γύρω από τον μεγάλο εξώστη. Ήταν μόνες, κάτι που ευχαριστούσε ιδιαίτερα την Κάντσουεϊν, αν και το μόνο που έκανε ήταν να νεύει, λες κι απευθυνόταν στον εαυτό της. «Κουμίρα, δείξε στην Κυρά των Κυμάτων και στην αδελφή της τον φρουρό του Φαρ Μάντινγκ». Η φωνή της αντηχούσε αμυδρά στο εσωτερικό του απέραντου θόλου. Τράβηξε λίγο παράμερα τη Βέριν κι έσκυψαν η μία προς το μέρος της άλλης. Απ’ όσα ψιθύρισαν, δεν ακούστηκε η παραμικρή ηχώ.