«Πρέπει να τις συγχωρήσετε», είπε σιγανά η Κουμίρα στη Χαρίνε και στη Σάλον. Κάτι ακούστηκε από τα λόγια της, όχι ακριβώς ηχώ. «Ειρήνη, μολονότι αυτό μπορεί να φανεί άχαρο ακόμα και για την Κάντσουεϊν». Πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από τα κοντοκομμένα καστανά μαλλιά της και κούνησε το κεφάλι της. «Οι Σύμβουλοι σπανίως χαίρονται όταν βλέπουν Άες Σεντάι, ειδικά τις αδελφές που έχουν γεννηθεί εδώ. Νομίζω πως θα προτιμούσαν να προσποιούνται ότι η Δύναμη δεν υπάρχει. Τέλος πάντων, η ιστορία τους δίνει κάποιο επιχείρημα, και τις δύο τελευταίες χιλιετίες διέθεταν τα μέσα για να διατηρούν αυτή την προσποίηση. Όπως και να έχει, η Κάντσουεϊν είναι η Κάντσουεϊν. Όπου δει φουσκωμένο μυαλό, θέλει να το ξεφουσκώσει, ακόμα κι αν ο κάτοχός του φοράει στέμμα. Ή διάδημα Συμβούλου. Η τελευταία της επίσκεψη πραγματοποιήθηκε είκοσι χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Αελιτών, αλλά υποπτεύομαι πως όσοι τη θυμούνται, θα κρυφτούν κάτω από τα κρεβάτια τους μόλις μάθουν ότι επέστρεψε». Η Κουμίρα άφησε ένα εύθυμο γελάκι. Η Σάλον δεν έβλεπε τίποτα αστείο στην υπόθεση. Η Χαρίνε έσφιξε τα χείλη της, μοιάζοντας να υποφέρει από κοιλόπονο.
«Επιθυμείτε να δείτε τον... φρουρό;» συνέχισε η Κουμίρα. «Μου φαίνεται πως δεν έχει πολύ νόημα, μια και δεν υπάρχουν πολλά να δείτε». Πλησίασε προσεκτικά το επιχρυσωμένο κιγκλίδωμα και κοίταξε κάτω σαν να φοβόταν μήπως πέσει, αν κι αυτά τα γαλάζια μάτια είχαν αποκτήσει ξανά τη διεισδυτικότητα τους. «Θα έδινα τα πάντα για να το μελετήσω, αλλά αυτό είναι αδύνατον, φυσικά. Ποιος ξέρει τι άλλο μπορεί να κάνει εκτός απ’ όσα ήδη ξέρουμε;» Ο τόνος της έκρυβε δέος μα και πικρία.
Η Σάλον δεν φοβόταν τα ύψη, οπότε ακούμπησε κόντρα στο περίτεχνα δουλεμένο μέταλλο πλάι στην Άες Σεντάι, θέλοντας να δει αυτό το πράγμα που είχε απομακρύνει την Πηγή. Μια στιγμή αργότερα, ήρθε κι η Χαρίνε κοντά τους. Προς μεγάλη έκπληξη της Σάλον, το ύψος το οποίο τόσο ανησυχούσε την Κουμίρα δεν υπερέβαινε τα είκοσι πόδια, ενώ τα γαλανόλευκα πλακίδια ήταν λεία και σχημάτιζαν έναν σπειροειδή λαβύρινθο στο μέσον ενός κόκκινου οβάλ με διπλές άκρες, πλαισιωμένου με κίτρινο χρώμα. Κάτω από τον εξώστη, τρεις γυναίκες κάθονταν σε σκαμνιά τοποθετημένα σε ίσες αποστάσεις από την άκρη του δαπέδου, ακουμπώντας ακριβώς στα τοιχώματα του θόλου, και δίπλα σε κάθε γυναίκα ένας δίσκος με μια απλωσιά διάμετρο, που έμοιαζε με ομιχλώδη κρύσταλλο, ήταν βαλμένος στο πάτωμα και διακοσμημένος με μια μακρόστενη λεπτή σφήνα καθαρού κρυστάλλου, ο οποίος ήταν στραμμένος προς το κέντρο της αίθουσας. Μεταλλικοί κλοιοί κύκλωναν τους ομιχλώδεις δίσκους. Έφεραν χαράξεις σαν της πυξίδας, αλλά ανάμεσα στα μεγάλα σημάδια υπήρχαν άλλα, μικρότερα. Η Σάλον δεν ήταν πολύ σίγουρη, αλλά στον πλησιέστερό της κλοιό έμοιαζαν να υπάρχουν εγγεγραμμένοι αριθμοί. Αυτό ήταν όλο. Πουθενά τερατώδεις κατασκευές. Είχε φανταστεί κάτι πελώριο και σκοτεινό, που θα απομυζούοε το φως. Τα δάχτυλά της σφίχτηκαν πάνω στο κιγκλίδωμα για να πάψει να τρέμει, και τα γόνατά της κλείδωσαν για να παραμείνει όρθια. Ό,τι κι αν ήταν αυτό εκεί κάτω, είχε κλέψει το Φως.
Ένας ανάλαφρος ήχος από γοβάκια ανακοίνωσε την έλευση κι άλλων προσώπων στον εξώστη, από την ίδια είσοδο που είχαν χρησιμοποιήθει κι οι ίδιες. Ήταν μια ντουζίνα χαμογελαστές γυναίκες με τα μαλλιά δεμένα κότσο. Φορούσαν χυτούς, μπλε, μεταξένιους χιτώνες πάνω από τα φορέματά τους, σαν αμάνικα πανωφόρια, πλούσια κεντημένους με χρυσάφι, που σέρνονταν πίσω τους, πάνω στο πάτωμα. Οι άνθρωποι αυτοί ήξεραν πολύ καλά πώς να δείχνουν τη θέση τους. Η κάθε γυναίκα φορούσε ένα μεγάλο μενταγιόν στο σχήμα εκείνου του κόκκινου οβάλ με το χρυσαφί πλαίσιο, που κρεμόταν από ένα περιδέραιο από βαριούς, χρυσαφιούς κρίκους, και το ίδιο σχέδιο επαναλαμβανόταν στο μπροστινό μέρος κάθε λεπτού, χρυσού διαδήματος. Σε μια από τις γυναίκες, τα κόκκινα οβάλ ήταν φτιαγμένα από ρουμπίνια κι όχι από σμάλτο, ενώ τα ζαφείρια κι οι φεγγαρόπετρες έκρυβαν σχεδόν τα χρυσά κυκλικά στολίδια στο μέτωπό της, ενώ στον δεξιό της δείκτη φορούσε έναν βαρύ, χρυσό σφραγιδόλιθο. Ήταν ψηλή κι επιβλητική, με μαύρα μαλλιά μαζεμένα σε έναν μεγάλο κότσο, όπου κάποιες λευκές τούφες ξεχώριζαν έντονα, μολονότι το πρόσωπό της δεν είχε καμία ρυτίδα. Οι υπόλοιπες γυναίκες ήταν ψηλές, κοντές, εύσωμες, λεπτές, χαριτωμένες κι συνηθισμένες. Καμιά δεν ήταν νέα κι όλες απέπνεαν έναν αέρα εξουσίας, αλλά η συγκεκριμένη ξεχώριζε για κάτι περισσότερο από τα κοσμήματά της. Συμπόνια και σοφία γέμιζαν τα μεγάλα, σκούρα μάτια της, κι αυτό που εξέπεμπε δεν ήταν απλή εξουσία αλλά κυριαρχία. Η Σάλον δεν άργησε να καταλάβει ότι αυτή ήταν η Πρώτη Σύμβουλος, κάτι που η γυναίκα ανακοίνωσε ούτως ή άλλως.