Выбрать главу

Η Κάντσουεϊν αναστέναξε, κι η υπομονή της έμοιαζε να εξαντλείται. «Αν επιθυμείς να συζητήσεις τα περί του Αναγεννημένου Δράκοντα, Εαντουίνα, κάν’ το χωρίς εμένα. Θέλω να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου και να πιω λίγο ζεστό τσάι».

Η Πρώτη Σύμβουλος τινάχτηκε λες κι είχε ξεχάσει την παρουσία της Κάντσουεϊν, όσο απίστευτο κι αν φαινόταν αυτό. «Ναι, φυσικά. Κούμερε, Ναρβάις, θα μπορούσατε να συνοδεύσετε την Κυρά των Κυμάτων και την Κάντσουεϊν Σεντάι στο... στο παλάτι μου και να τις καλωσορίσετε όπως αρμόζει;» Αυτή η αδιόρατη παύση ήταν το μόνο φανερό σημάδι δυσαρέσκειας εκ μέρους της, που αναγκαζόταν να φιλοξενήσει την Κάντσουεϊν. «Θα ήθελα να συζητήσω λίγο περισσότερο με την Εαντουίνα Σεντάι, αν φυσικά θα το ήθελε κι εκείνη». Ακολουθούμενη από τις περισσότερες Συμβούλους, η Αλέιζ βημάτισε ανάλαφρα κατά μήκος του εξώστη. Η Βέριν έμοιαζε ξαφνικά πανικόβλητη κι αβέβαιη καθώς την αποτράβηξαν μακριά, αλλά η Σάλον πίστευε ότι η έκπληξη κι η ανησυχία που έδειχνε δεν διέφεραν και πολύ από την πρωτύτερη αθωότητα. Μάλλον γνώριζε πια πού ήταν ο Τζαχάρ, αλλά δεν είχε ιδέα για ποιο λόγο.

Οι γυναίκες που είχε κατονομάσει η Αλέιζ, η ομορφούλα που είχε στραβοκοιτάξει την Κάντσουεϊν, και μια λεπτοκαμωμένη γκριζομάλλα, εξέλαβαν την παράκληση της Πρώτης Συμβούλου ως διαταγή, και μάλλον αυτό ήταν. Άπλωσαν τους χιτώνες τους, μισοϋποκλίθηκαν και ρώτησαν τη Χαρίνε αν θα την ευχαριστούσε η παρέα τους, αναγγέλοντάς της με φιοριτούρες ότι χαίρονταν ιδιαίτερα που τη συνόδευαν. Η Χαρίνε άκουγε με ξινισμένο πρόσωπο. Ήταν ικανές να στρώσουν με ροδοπέταλα το δάπεδο όπου θα βάδιζε, αλλά η Πρώτη Σύμβουλος είχε φύγει, αφήνοντάς τη στα τσιράκια της. Η Σάλον αναρωτήθηκε αν υπήρχε τρόπος να αποφύγει την αδερφή της μέχρι να ηρεμήσει.

Η Κάντσουεϊν δεν πρόσεξε τη Βέριν να φεύγει μαζί με την Αλέιζ, όχι εμφανώς τουλάχιστον, αλλά τα χείλη της καμπύλωσαν σε ένα αδρό χαμόγελο όταν χάθηκαν μέσα από την επόμενη αψιδωτή είσοδο, κατά μήκος του εξώστη. «Κούμερε και Ναρβάις», είπε ξαφνικά. «Μήπως είστε η Κούμερε Πόουις κι η Ναρβάις Μάσλιν; Κάτι έχω ακουστά για σας». Τα λόγια της τους τράβηξαν την προσοχή κι έπαψαν να ασχολούνται με τη Χαρίνε. «Υπάρχουν κάποια κριτήρια στα οποία πρέπει να ανταποκρίνεται κάθε Σύμβουλος», συνέχισε η Κάντσουεϊν με σταθερή φωνή, πιάνοντας την καθεμία από το μανίκι και στρέφοντάς τες προς τα σκαλοπάτια, τοποθετώντας μία σε κάθε πλευρά της. Ανταλλάσσοντας ανήσυχα βλέμματα, οι δύο γυναίκες ξέχασαν αμέσως τη Χαρίνε. Στην είσοδο, η Κάντσουεϊν σταμάτησε για λίγο για να κοιτάξει πίσω, αλλά όχι προς το μέρος της Χαρίνε ή της Σάλον. «Κουμίρα; Κουμίρα!»

Η άλλη Άες Σεντάι φάνηκε να ξαφνιάζεται, και με μια καθυστερημένη ματιά πάνω από το κιγκλίδωμα απομακρύνθηκε κι ακολούθησε την Κάντσουεϊν, πράγμα που άφησε τη Χαρίνε και τη Σάλον χωρίς καμία άλλη επιλογή, παρά μόνο να την ακολουθήσουν κι αυτές ή να μείνουν πίσω και να βρουν μόνες τους τον δρόμο. Η Σάλον κίνησε προς το μέρος τους κι η Χαρίνε τη μιμήθηκε με την ίδια γρηγοράδα. Εξακολουθώντας να κρατάει από μία Σύμβουλο σε κάθε πλευρά, η Κάντσουεϊν τις οδήγησε στα στριφογυριστά σκαλιά, μιλώντας τους χαμηλόφωνα καθώς άρχισαν να τα κατεβαίνουν. Έχοντας την Κουμίρα ανάμεσα στην ίδια και στις άλλες τρεις, η Σάλον δεν άκουγε τίποτα. Η Κούμερε κι η Ναρβάις κάτι πήγαν να πουν, αλλά η Κάντσουεϊν δεν τους επέτρεψε παρά μερικές λέξεις μόνο, πριν αρχίσει να μιλάει ξανά. Φάνταζε ήρεμη και ρεαλίστρια, ενώ οι δύο γυναίκες άρχισαν να φαίνονται ανήσυχες. Τι στο Φως είχε κατά νου η Κάντσουεϊν;

«Σε ανησυχεί αυτό το μέρος;» είπε άξαφνα η Χαρίνε.

«Είναι σαν να τυφλώθηκα». Η Σάλον αναρρίγησε μόλις συνειδητοποίησε πόσο κοντά στην αλήθεια ήταν αυτό που είπε. «Φοβάμαι, Κυρά των Κυμάτων, αλλά, Φωτός θέλοντος, μπορώ να ελέγξω τον φόβο μου». Έτσι ήλπιζε, τουλάχιστον. Ήταν επιτακτική ανάγκη να το καταφέρει.

Η Χαρίνε ένευσε, κοιτώντας βλοσυρά τις γυναίκες που προπορεύονταν στη σκάλα. «Δεν ξέρω αν το παλάτι της Αλέιζ διαθέτει αρκετά μεγάλη μπανιέρα για να κάνουμε μαζί μπάνιο, κι αμφιβάλλω αν έχουν υπ’ όψιν τους το μελωμένο κρασί, αλλά κάτι θα βρούμε». Αποτράβηξε το βλέμμα της από την Κάντσουεϊν και τις άλλες γυναίκες κι άγγιξε αδέξια τη Σάλον στο μπράτσο. «Όταν ήμουν μικρή, φοβόμουν το σκοτάδι, κι εσύ δεν με άφησες ποτέ μόνη μέχρι να το ξεπεράσω. Ούτε εγώ θα σε αφήσω μόνη σου, Σάλον».