Η Σάλον παραπάτησε και μόλις που πρόλαβε να κρατηθεί πριν κουτρουβαλήσει στη σκάλα. Η Χαρίνε δεν είχε χρησιμοποιήσει το όνομά της, παρά μόνον ιδιαιτέρως, από τότε που είχε πρωτογίνει Κυρά των Πανιών. Μέχρι τότε, δεν συνήθιζε τέτοιες οικειότητες. «Σε ευχαριστώ», είπε. «Χαρίνε», πρόσθεσε, καταβάλλοντας προσπάθεια. Η αδερφή της τη χτύπησε φιλικά στο μπράτσο και χαμογέλασε. Η Χαρίνε ήταν κάπως ερασιτέχνης στα χαμόγελα, αλλά η αδέξια προσπάθειά της έκρυβε ζεστασιά.
Ωστόσο, δεν υπήρχε η παραμικρή ζεστασιά στα βλέμματα που έριχνε προς το μέρος των προπορευμένων γυναικών. «Ίσως καταφέρω να κλείσω μια συμφωνία. Η Κάντσουεϊν ήδη τους έχει πάρει τα μυαλά. Μόλις την προσεγγίσεις λίγο περισσότερο, πρέπει να ψάξεις να βρεις για ποιο λόγο, Σάλον. Πολύ θα ήθελα να τραβήξω το αυτί της Αλέιζ —άκου να φύγει χωρίς να μου πει λέξη!— αλλά δεν έχω καμία διάθεση να μπλέξει ο Κοραμούρ σε φασαρίες εξαιτίας της Κάντσουεϊν. Πρέπει να ψάξεις, Σάλον».
«Νομίζω πως η Κάντσουεϊν το έχει στο αίμα της να ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις. Είναι τόσο φυσικό γι’ αυτήν όσο η αναπνοή για τους υπόλοιπους ανθρώπους», αποκρίθηκε αναστενάζοντας η Σάλον, «αλλά θα προσπαθήσω, Χαρίνε. Θα βάλω τα δυνατά μου».
«Πάντα το έκανες και πάντα θα το κάνεις, αδελφή. Το ξέρω».
Η Σάλον αναστέναξε για άλλη μια φορά. Ήταν πολύ νωρίς ακόμα να δοκιμάσει την έκταση αυτής της νεογέννητης ζεστασιάς εκ μέρους της αδελφής της. Η εξομολόγηση ίσως κατέληγε σε άφεση, ίσως κι όχι, αλλά η ίδια δεν μπορούσε να ζήσει με έναν διαλυμένο γάμο και μια υποβίβαση στην ιεραρχία. Πάντως, για πρώτη φορά από τότε που η Βέριν είχε ανακοινώσει ορθά-κοφτά τους όρους της Κάντσουεϊν σχετικά με τη διαφύλαξη του μυστικού της, η Σάλον άρχισε να σκέφτεται σοβαρά την εξομολόγηση.
25
Δεσμοί
Ο Ραντ βρισκόταν στο δωμάτιο του, στην Κεφαλή του Συμβουλίου, καθισμένος στο κρεβάτι, με τα πόδια διπλωμένα και την πλάτη να ακουμπάει στον τοίχο, παίζοντας το επάργυρο φλάουτο που του είχε χαρίσει ο Θομ Μέριλιν πολύ καιρό πριν. Μία ολόκληρη Εποχή πριν. Το δωμάτιο αυτό, με τα σκαλιστά φατνώματα στους τοίχους και τα παράθυρα που δέσποζαν πάνω από την Αγορά του Νέθβιν, ήταν καλύτερο από εκείνο που είχαν εγκαταλείψει στην Κορώνα του Μαρέντο. Τα μαξιλάρια που είχε στοιβάξει πίσω από την πλάτη του περιείχαν πούπουλα χήνας, το κρεβάτι είχε κεντητό ουρανό και κουρτίνες, κι ο καθρέφτης πάνω από τον νιπτήρα δεν είχε την παραμικρή φουσκάλα. Ακόμα και το υπέρθυρο, πάνω από το πέτρινο τζάκι, είχε κάποια επιφανειακά σκαλίσματα. Ήταν ένα δωμάτιο κατάλληλο για ευκατάστατο αλλοδαπό έμπορο. Ευτυχώς που είχε προνοήσει, ώστε να έχει αρκετό χρυσάφι μαζί του όταν έφυγε από την Καιρχίν. Είχε ξεχάσει τις παλιές του συνήθειες, και δεν κουβαλούσε πια πολλά επάνω του. Τα πάντα ήταν στη διάθεση του Αναγεννημένου Δράκοντα. Ωστόσο, με αυτό το φλάουτο, όλο και κάποιο κατάλυμα θα έβρισκε. Ο σκοπός που έπαιζε λεγόταν «Θρήνος της Ολονυχτίας», και δεν τον είχε ξανακούσει ποτέ στο παρελθόν, κάτι που δεν ίσχυε όμως για τον Λουζ Θέριν. Ήταν σαν να είχες την ικανότητα να ζωγραφίζεις. Ο Ραντ νόμιζε πως η μελωδία αυτή θα τον φόβιζε ή θα τον θύμωνε, αλλά καθόταν κι έπαιζε ενώ ο Λουζ Θέριν έκλαιγε.
«Για όνομα του Φωτός, Ραντ», μουρμούρισε η Μιν, «θα κάτσεις εκεί όλη μέρα φυσώντας αυτό το πράγμα;» Η φούστα της στροβιλιζόταν καθώς βάδιζε πάνω-κάτω στο λουλουδάτο χαλί. Με βάση τον δεσμό που υπήρχε μεταξύ της ίδιας, της Ηλαίην και της Αβιέντα, διαισθανόταν πως ο Ραντ ούτε ήξερε ούτε ήθελε να κάνει κάτι άλλο. Και μόνο που ανέπνεε, ήταν ενοιμένος μαζί τους. Ήταν και τα δύο εξίσου φυσικά. «Αν πει έστω και μία λάθος λέξη και την ακούσουν, αν την έχει πει ήδη... Δεν πρόκειται να αφήσω κανέναν να σε ρίξει σε ένα κελί εξαιτίας της Ελάιντα!» Δεν διαισθανόταν κάτι παρόμοιο με τον δεσμό της Αλάνα. Δεν είχε αλλάξει από μόνος του, αλλά από εκείνη την ημέρα στο Κάεμλυν έμοιαζε όλο και περισσότερο με παρείσφρηση, σαν κάποιος ξένος που κοιτάει πάνω από τον ώμο του, σαν κόκκος άμμου μέσα στην μπότα του. «Είναι ανάγκη να το παίζεις αυτό; Με κάνει να θέλω να κλάψω και, συγχρόνως, μου προκαλεί ανατριχίλες. Αν κινδυνεύσεις εξαιτίας της...!» Τράβηξε ένα από τα μαχαίρια της από την κρυψώνα του, στο λυμένο της μανίκι, και το έσεισε κρατώντας το σφιχτά στη γροθιά της.
Ο Ραντ τράβηξε το φλάουτο από το στόμα του και την κοίταξε σιωπηλά. Το πρόσωπό της είχε αναψοκοκκινίσει και, με ένα ξαφνικό γρύλισμα, η γυναίκα πέταξε τη λεπίδα κι αυτή σφηνώθηκε στο ξύλο της πόρτας τρεμουλιάζοντας.
«Εκεί είναι», είπε ο Ραντ, δείχνοντας με το φλάουτο. Ασυνείδητα, ανασήκωσε το μουσικό όργανο, ακολουθώντας το σημείο που βρισκόταν η Αλάνα. «Θα έρθει σύντομα». Βρισκόταν στο Φαρ Μάντινγκ από την προηγούμενη μέρα, αλλά ο Ραντ δεν καταλάβαινε για ποιο λόγο περίμενε μέχρι τώρα. Η Αλάνα ήταν ένα κουβάρι συναισθημάτων μέσα στο κεφάλι του, ευέξαπτη κι επιφυλακτική, ανήσυχη κι αποφασισμένη, μα, πάνω απ’ όλα, θυμωμένη. Με δυσκολία συγκρατούσε την οργή της. «Καλύτερα να μην είσαι παρούσα. Μπορείς να περιμένεις...» Η Μιν κούνησε με μανία το κεφάλι της. Ακριβώς δίπλα από το κουβάρι που ήταν η Αλάνα, μέσα στο κεφάλι του, βρισκόταν το κουβάρι που ήταν η ίδια. Άφριζε κι αυτή από ανησυχία και θυμό, αλλά όποτε κοιτούσε προς το μέρος του, συχνά κι όταν δεν κοιτούσε, η αγάπη φώτιζε σαν φάρος. Το ίδιο κι ο φόβος, αν και προσπαθούσε να τον κρύψει.