Ο Ραντ έφερε το φλάουτο ξανά στα χείλη του κι άρχισε να παίζει το «Ο Μεθυσμένος Γυρολόγος», έναν σκοπό τόσο κεφάτο, που ανάσταινε νεκρούς. Ο Λουζ Θέριν γρύλισε.
Η Μιν απέμεινε να τον κοιτάει εξεταστικά, με τα χέρια σταυρωμένα. Ξαφνικά, ίσιωσε απότομα το φόρεμα της, τραβώντας το μέχρι τους γοφούς της. Αφήνοντας έναν αναστεναγμό, ο Ραντ έπαψε να παίζει και περίμενε. Μια γυναίκα που τακτοποιεί αναίτια τα ρούχα της είναι το αντίστοιχο ενός άντρα που σφίγγει τους ιμάντες της θωράκισης του κι ελέγχει την ιπποσκευή της σέλας του. Η Μιν ήταν έτοιμη να επιτεθεί κι, αν έτρεχες μακριά, θα σε πετσόκοβε σαν σκυλί. Η αποφασιστικότητα ήταν έκδηλη επάνω της, εξίσου ισχυρή με της Αλάνα, δύο δίδυμοι ήλιοι που φεγγοβολούσαν στο πίσω μέρος του μυαλού του.
«Δεν θα ξαναμιλήσουμε για την Αλάνα μέχρι να έρθει», είπε με σταθερή φωνή, λες κι ήταν ο Ραντ που επέμενε. Η αποφασιστικότητα κι ο φόβος, δυνατότερα από πριν, υποχωρούσαν και ξεπηδούσαν ξανά και ξανά.
«Μα φυσικά, γυναίκα, αν έτσι σε ευχαριστεί», αποκρίθηκε, γέρνοντας το κεφάλι του με τον χαρακτηριστικό τρόπο επιδοκιμασίας που συνήθιζαν στο Φαρ Μάντινγκ. Η Μιν ρουθούνισε ηχηρά.
«Ραντ, συμπαθώ πολύ την Αλίβια. Όντως τη συμπαθώ, παρ’ όλο που ταλαιπωρεί τη Νυνάβε». Ακούμπησε τη γροθιά στο γοφό της, έγειρε προς το μέρος του κι έστρεψε το δείκτη της στη μύτη του. «Όμως, θα σε σκοτώσει». Έδωσε έμφαση σε κάθε της λέξη.
«Είπες πως θα με βοηθούσε να πεθάνω», απάντησε σιγανά ο Ραντ. «Αυτά ήταν τα λόγια σου». Πώς ήταν, άραγε, να πεθαίνεις; Σίγουρα θα ένιωθε απέραντη λύπη που θα άφηνε τη Μιν, την Ηλαίην και την Αβιέντα. Οδύνη για τον πόνο που τους είχε προκαλέσει. Θα ήθελε να ξαναδεί τον πατέρα του πριν το τέλος. Πέρα από όλα αυτά όμως, σχεδόν πίστευε ότι ο θάνατος θα ήταν ανακούφιση.
Ο θάνατος είναι ανακούφιση, είπε ζωηρά ο Λουζ Θέριν. Τον θέλω τον θάνατο. Τον αξίζουμε!
«Το να με βοηθήσει να πεθάνω δεν είναι το ίδιο με το να με σκοτώσει», συνέχισε ο Ραντ. Είχε μάθει να αγνοεί τη φωνή πλέον. «Εκτός κι αν άλλαξες γνώμη σχετικά με όσα είδες».
Η Μιν τίναξε τα χέρια της ψηλά, εξοργισμένη. «Είδα ό,τι σου είπα, αλλά να με καταπιεί το Χάσμα του Χαμού αν υπάρχει καμιά διαφορά, και δεν μπορώ να καταλάβω πού τη βρίσκεις εσύ!»
«Αργά ή γρήγορα, θα πεθάνω, Μιν», είπε ο Ραντ υπομονετικά. Έτσι του είχαν πει, κι έπρεπε να τους πιστέψει. Για να ζήσεις, πρέπει να πεθάνεις. Δεν έβγαζε κανένα νόημα από αυτό, αλλά παρέμενε ψυχρό γεγονός. Όπως έλεγαν κι οι Προφητείες του Δράκοντα, έπρεπε να πεθάνει. «Ελπίζω όχι σύντομα, δεν σκοπεύω τουλάχιστον. Λυπάμαι, Μιν. Δεν έπρεπε να σε αφήσω να με δεσμεύσεις». Από την άλλη, δεν ήταν τόσο δυνατός, ώστε να αρνηθεί, όπως επίσης δεν ήταν δυνατός ώστε να τη διώξει. Ήταν πολύ αδύναμος για να κάνει όσα έπρεπε. Χρειαζόταν να βάλει μέσα του τον χειμώνα, μέχρι που να κάνει την καρδιά του χειμώνα να μοιάζει Κυριακάτικο απόγευμα.
«Αν δεν το έκανες από μόνος σου, θα σε δέναμε και θα σε αναγκάζαμε να το κάνεις». Αποφάσισε πως ήταν καλύτερα να μη ρωτήσει τι διαφορά είχε αυτό από όσα έκανε η Αλάνα. Η Μιν πάντως, σίγουρα έβλεπε κάποια διαφορά. Σκαρφάλωσε στο κρεβάτι, κάθισε γονατιστή και πήρε το πρόσωπό του στα χέρια της. «Άκουσέ με, Ραντ αλ’Θόρ. Δεν πρόκειται να σε αφήσω να πεθάνεις. Αλλά ακόμα κι αν τα καταφέρεις, για να μου πας κόντρα, θα σε ακολουθήσω και θα σε φέρω πίσω». Ξαφνικά, μια διάθεση θυμηδίας φούντωσε μέσα σε όλη αυτή τη σοβαρότητα που ένιωθε να κατακλύζει το μυαλό του. Ο τόνος της φωνής της είχε έναν αυστηρό σαρκασμό. «Κατόπιν, θα σε φέρω εδώ, για να εξακολουθήσεις να ζεις. Θα σε αναγκάσω να αφήσεις μαλλί μέχρι κάτω από τη μέση σου και να φοράς πιάστρες με φεγγαρόπετρες».
Της χαμογέλασε. Δεν είχε χάσει το ταλέντο της να τον κάνει να χαμογελάει. «Δεν έχω ακούσει ποτέ να μιλούν για μοίρα χειρότερη από τον θάνατο, αλλά νομίζω πως όσα είπες μοιάζουν με κάτι τέτοιο».
Κάποιος χτύπησε την πόρτα, κι η Μιν κοκάλωσε. Με σιγανή φωνή, σαν να ρωτούσε, πρόφερε το όνομα της Αλάνα. Ο Ραντ ένευσε καταφατικά και, προς μεγάλη του έκπληξη, η Μιν τον έσπρωξε πίσω, στα μαξιλάρια, κι ακούμπησε στο στήθος του. Στράφηκε απότομα, ανασήκωσε το κεφάλι της, κι ο Ραντ συνειδητοποίησε πως προσπαθούσε να δει τον εαυτό της στον καθρέφτη του νιπτήρα. Τελικά, βρήκε μια θέση της αρεσκείας της, με το μισό της κορμί πάνω στο δικό του, το ένα χέρι στο σβέρκο του και το άλλο δίπλα στο πρόσωπό της που ακουμπούσε στο στήθος του. «Εμπρός», είπε η Μιν.