Η Κάντσουεϊν μπήκε στο δωμάτιο και σταμάτησε απότομα, κοιτώντας συνοφρυωμένη το μαχαίρι που είχε καρφωθεί στο ξύλο της πόρτας. Φορώντας ένα φόρεμα από καλοραμμένο, βαθυπράσινο μάλλινο κι έναν μανδύα με γούνινη επένδυση πιασμένο από μια ασημιά πόρπη στον λαιμό της, η Κάντσουεϊν έδινε την εντύπωση επιτυχημένης εμπόρου ή τραπεζικού, μολονότι τα χρυσαφιά πουλιά και ψάρια, τα αστέρια και τα φεγγάρια που κρέμονταν από τον σκούρο γκρι κότσο στην κορυφή του κεφαλιού της ήταν πολύ επιδεικτικά και για τις δύο κατηγορίες. Δεν φορούσε το δαχτυλίδι με το Μέγα Ερπετό, πράγμα που φανέρωνε πως κατέβαλλε προσπάθεια να περάσει όσο το δυνατόν απαρατήρητη. «Μήπως λογοφέρατε, παιδιά μου;» ρώτησε μελιστάλαχτα.
Ο Ραντ ένιωθε σχεδόν την ακινησία του Λουζ Θέριν, ακινησία συσπειρωμένου αιλουροειδούς που κρύβεται στις σκιές. Ο Λουζ Θέριν ήταν εξίσου επιφυλακτικός με τον ίδιο απέναντι σε αυτή τη γυναίκα.
Η Μιν, αναψοκοκκινισμένη, σηκώθηκε όρθια ισιώνοντας με βιαστικές κινήσεις το ρούχο της. «Μου είπες ότι ήταν η άλλη!» είπε κατηγορώντας τον Ραντ, κι εκείνη τη στιγμή μπήκε μέσα η Αλάνα. Η Κάντσουεϊν έκλεισε την πόρτα.
Η Αλάνα έριξε μια ματιά στη Μιν και μετά την αγνόησε, εστιάζοντας όλη την προσοχή της στον Ραντ. Χωρίς να αποστρέψει τα σκούρα μάτια της από πάνω του, έβγαλε με μια κίνηση τον μανδύα και τον πέταξε σε μια από τις δύο καρέκλες του δωματίου. Άδραξε με τα χέρια τη σκούρα γκρίζα φούστα της. Ούτε εκείνη φορούσε το χρυσό δαχτυλίδι των Άες Σεντάι. Από τη στιγμή που η ματιά της καρφώθηκε επάνω του, η χαρά φούντωσε σε όλο το μήκος του δεσμού. Βέβαια, όλα τα υπόλοιπα παρέμεναν, η νευρικότητα, η οργή, αλλά ο Ραντ δεν περίμενε ποτέ εκ μέρους της να αισθανθεί χαρά!
Χωρίς να μετακινηθεί διόλου από το σημείο που βρισκόταν, ο Ραντ άρπαξε το φλάουτο κι άρχισε να παίζει μαζί του. «Μήπως θα ’πρεπε να εκπλαγώ που σε βλέπω, Κάντσουεϊν; Ξεπηδάς πολύ συχνά εκεί όπου δεν σε σπέρνουν, κι αυτό είναι ύποπτο. Ποιος σε δίδαξε να Ταξιδεύεις;» Μάλλον δεν έκανε λάθος. Τη μια στιγμή η Αλάνα δεν ήταν παρά μια αόριστη επίγνωση, στις παρυφές της σκέψης, και την επόμενη υλοποιούνταν ολόκληρη μέσα στο κεφάλι του. Αρχικά, νόμισε πως είχε μάθει μόνη της με κάποιον τρόπο να Ταξιδεύει, αλλά βλέποντας την Κάντσουεϊν, κατάλαβε.
Το στόμα της Αλάνα σφίχτηκε, ενώ ακόμα κι η Μιν έμοιαζε να αποδοκιμάζει τα λόγια του. Τα αισθήματα που έρρεαν σε όλο το μήκος του δεσμού του Προμάχου ήταν από τη μια μεριά αλματώδη και φευγαλέα κι από την άλλη γεμάτα θυμό ανακατεμένο με τέρψη. Για ποιο λόγο, άραγε, ένιωθε χαρούμενη η Αλάνα;
«Απ’ ό,τι βλέπω, παραμένεις αγροίκος στους τρόπους», είπε ξερά η Κάντσουεϊν. «Αγόρι μου, δεν νομίζω πως χρειάζομαι την έγκριση σου για να επισκεφθώ τη γενέτειρά μου. Όσον αφορά στο Ταξίδεμα, δεν είναι δικό σου θέμα πού και πότε το έμαθα». Ξεκούμπωσε τον μανδύα της, πέρασε την πόρπη στη ζώνη της για να την έχει έτοιμη, και δίπλωσε τον μανδύα στο ένα της χέρι, λες και το να έχει τακτοποιημένο το ρούχο της ήταν γι’ αυτήν πιο σημαντικό κι από τον ίδιο τον Ραντ. Η φωνή της είχε μια χροιά οργής. «Από δω το πήγες, από κει το πήγες, μου φόρτωσες κάμποσες συντρόφους στο ταξίδι. Η Αλάνα έκανε σαν τρελή να σε ξαναδεί, και μόνο αν η καρδιά μου ήταν φτιαγμένη από πέτρα, θα μπορούσα να της το αρνηθώ, ενώ η Σορίλεα έλεγε ότι κάποιες από τις υπόλοιπες που είχαν δεσμευτεί απέναντι σου θα έκαναν τα πάντα για να τους επιτραπεί να ακολουθήσουν την Αλάνα, οπότε κατέληξα να φέρω μαζί μου τη Νεσούνε, τη Σαρίνε, την Έριαν, την Μπελντάινε και την Έλζα. Α, ξέχασα τη Χαρίνε, συν την αδελφή της και τον Κύριο των Σπαθιών της. Δεν ήξερε αν θα έπρεπε να λιποθυμήσει, να ουρλιάξει ή να αρχίσει να δαγκώνει, όταν ανακάλυψε πως η Αλάνα άρχισε να σε ψάχνει. Επιπλέον, υπάρχουν κι αυτοί οι τρεις μαυροντυμένοι φίλοι σου. Δεν ξέρω πόσο διακαής είναι ο πόθος τους να σε δουν, αλλά βρίσκονται κι αυτοί εδώ. Λοιπόν, τώρα που σε εντοπίσαμε, μπορώ να σου στείλω τις Θαλασσινές και τις αδελφές και να σε αφήσω να τα βγάλεις πέρα μαζί τους».
Ο Ραντ πήδηξε όρθιος και μούγκρισε μια βρισιά. «Όχι! Κράτα τες μακριά μου!»
Τα σκοτεινά μάτια της Κάντσουεϊν στένεψαν. «Σε προειδοποίησα να προσέχεις πώς μιλάς. Δεν θα υπάρξει δεύτερη προειδοποίηση». Τον κοίταξε βλοσυρά για λίγη ώρα κι έπειτα ένευσε, σαν να πίστεψε πως ο άντρας είχε πάρει το μάθημά του. «Τι σε κάνει να νομίζεις πως μπορείς να μου λες τι να κάνω, αγόρι μου;»