Ο Ραντ τα έβαλε με τον εαυτό του. Δεν μπορούσε να δίνει διαταγές εδώ πέρα. Τη δε Κάντσουεϊν δεν μπόρεσε να τη διατάξει ποτέ και πουθενά. Η Μιν έλεγε ότι την είχε ανάγκη αυτή τη γυναίκα, για να του διδάξει κάτι που έπρεπε οπωσδήποτε να μάθει, αλλά το μόνο που πετύχαινε ήταν να τον κάνει να νιώθει πιο άβολα απέναντι της. «Θέλω να τελειώνω με τις δουλειές μου εδώ και να φύγω ήσυχα-ήσυχα», είπε τελικά ο Ραντ. «Αν πρόκειται να τους το πεις, τουλάχιστον φρόντισε να μη με πλησιάσουν μέχρι να ετοιμαστώ για αναχώρηση». Η γυναίκα ανασήκωσε ένα φρύδι, σαν περίμενε να της πει κάτι, κι ο Ραντ πήρε μια βαθιά ανάσα. Γιατί της άρεσε πάντα να δυσκολεύει τα πράγματα; «Θα το εκτιμούσα ιδιαίτερα αν δεν έλεγες σε κανέναν πού βρίσκομαι. Σε παρακαλώ», πρόσθεσε αρκετά απρόθυμα. Η Μιν ξεφύσηξε, λες και τόση ώρα κρατούσε την ανάσα της.
«Ωραία», είπε η Κάντσουεϊν μια στιγμή μετά. «Όταν θες, μπορείς να δείξεις καλούς τρόπους, ακόμα κι αν αυτό δίνει την εντύπωση πως έχεις πονόδοντο. Θαρρώ, πάντως, ότι προς το παρόν μπορώ να κρατήσω αυτό το μικρό σου μυστικό. Δεν το ξέρουν όλες πως είσαι στην πόλη. Α, ναι. Ξέχασα να σου πω πως η Μερίς δέσμευσε τον Ναρίσμα, η Κόρελε τον Ντάμερ ενώ ο νεαρός Χόπγουιλ ανήκει στην Ντάιγκιαν». Από τον τρόπο που το είπε, θα έλεγε κανείς πως επρόκειτο για ασήμαντη πληροφορία, από αυτές που εύκολα ξεχνάς.
Ο Ραντ, αυτή τη φορά, δεν μπήκε καν στον κόπο να βρίσει μέσα από τα δόντια του, και το χαστούκι της Κάντσουεϊν κόντεψε να του εξαρθρώσει το σαγόνι. Είδε αστράκια να χορεύουν στο οπτικό του πεδίο. Μια από τις άλλες γυναίκες ένιωσε να της κόβεται η ανάσα.
«Σ’ το είπα», είπε η Κάντσουεϊν ήρεμα. «Όχι δεύτερη προειδοποίηση».
Η Μιν έκανε ένα βήμα προς το μέρος του κι ο Ραντ κούνησε ελαφρά το κεφάλι του, κάτι που τον βοήθησε να εξαλείψει τα αστράκια. Ήθελε να τρίψει το σαγόνι του, αλλά τα χέρια του κρεμάστηκαν άτονα στα πλευρά του. Έπρεπε να αναγκάσει τον εαυτό του να χαλαρώσει τη λαβή πάνω στο φλάουτο. Για την Κάντσουεϊν, αυτό το χαστούκι ήταν σαν να μη δόθηκε ποτέ.
«Γιατί δέχτηκαν τη δέσμευση ο Φλιν κι οι υπόλοιποι;» ρώτησε απαιτητικά ο Ραντ.
«Άμα τους δεις, ρώτα τους», του αποκρίθηκε η γυναίκα. «Μιν, μου φαίνεται πως η Αλάνα επιθυμεί να μείνει μόνη μαζί του για λίγο». Στρεφόμενη προς την πόρτα δίχως να περιμένει την απάντηση της Μιν, πρόσθεσε: «Αλάνα, θα σε περιμένω κάτω, στο Δωμάτιο Γυναικών. Μην αργήσεις. Θέλω να επιστρέψω στα Ύψη. Μιν;»
Η Μιν αγριοκοίταζε πότε την Αλάνα, πότε τον Ραντ. Κατόπιν, έκανε με τα χέρια της μια κίνηση γεμάτη απόγνωση κι ακολούθησε την Κάντσουεϊν, μουρμουρίζοντας μέσα από τα δόντια της. Έκλεισε την πόρτα με πάταγο πίσω της.
«Μου άρεσες πιο πολύ με τα δικά σου μαλλιά». Η Αλάνα σταύρωσε τα χέρια κάτω από τα στήθη της και τον κοίταξε εξεταστικά. Η οργή κι η ευθυμία αλληλοσπαράζονταν μέσω του δεσμού. «Ήλπιζα πως θα ήταν καλύτερο να βρίσκομαι κοντά σου, αλλά εσύ εξακολουθείς να μοιάζεις με πέτρα μες στο μυαλό μου. Ακόμα και τώρα, δύσκολα μπορώ να καταλάβω αν είσαι αναστατωμένος ή όχι. Βέβαια, καλύτερα που είσαι εδώ. Δεν μου αρέσει να αποχωρίζομαι έναν Πρόμαχο για πολύ».
Ο Ραντ αγνόησε τόσο την ίδια όσο και την κυματιστή χαρά που έρρεε μέσω του δεσμού. «Δεν ρώτησε για ποιο λόγο ήρθα στο Φαρ Μάντινγκ», είπε ήσυχα ο Ραντ, κοιτώντας την πόρτα λες και μπορούσε να διακρίνει την Κάντσουεϊν μέσα από το ξύλο. Σίγουρα θα αναρωτιόταν. «Της είπες ότι ήμουν εδώ, Αλάνα. Εσύ θα πρέπει να ήσουν. Τι απέγινε ο όρκος που έδωσες;»
Η Αλάνα πήρε μια βαθιά ανάσα και πέρασε ένα λεπτό πριν απαντήσει. «Δεν είμαι διόλου σίγουρη αν η Κάντσουεϊν δίνει δεκάρα για σένα», του είπε κοφτά. «Εξακολουθώ να είμαι πιστή στον όρκο, όσο μπορώ, αλλά εσύ τα κάνεις δύσκολα». Ο τόνος της φωνής της είχε αρχίσει να γίνεται σκληρός, κι η οργή ξεπηδούσε τώρα δυνατότερη μέσα από τον δεσμό. «Χρωστάω αφοσίωση σε έναν άντρα που φεύγει και με αφήνει πίσω. Πώς είναι δυνατόν να σε υπηρετήσω; Και το πιο σημαντικό, τι έκανες;» Διέσχισε το χαλί και στάθηκε μπροστά του κοιτώντας τον, με την οργή να καίει στη ματιά της. Ο Ραντ ήταν πάνω από ένα κεφάλι ψηλότερός της, αλλά δεν έμοιαζε να το προσέχει. «Κάτι έκανες, το ξέρω. Ήμουν αναίσθητη τρεις μέρες! Τι έκανες;»
«Αποφάσισα πως, αν είναι να δεσμευθώ, καλύτερα να γίνει με την έγκρισή μου». Πήγε να της πιάσει το χέρι, αλλά αυτό προσγειώθηκε στο πρόσωπό του. «Αρκετά με χαστουκίσατε σήμερα».
Η γυναίκα τον αγριοκοίταξε, δείχνοντάς του τα δόντια της λες κι επρόκειτο να του ξεσκίσει τον λαιμό. Το μόνο πράγμα που έρρεε πλέον μέσω του δεσμού ήταν μανία κι οργή, αποσταγμένες σε αιχμηρά στιλέτα. «Άφησες κάποια άλλη να σε δεσμεύσει;» του γρύλισε. «Πώς τόλμησες; Όποια κι αν είναι, θα φροντίσω να δικαστεί και να μαστιγωθεί! Είσαι δικός μου!»