Το παλάτι της Αλέιζ ήταν εμφανώς κατώτερο από το Παλάτι του Ήλιου ή από το Βασιλικό Παλάτι του Άντορ, καθώς κι από κάθε άλλο παλάτι απ’ όπου ηγεμόνευαν βασιλιάδες και βασίλισσες. Ήταν δική της ιδιοκτησία και δεν είχε καμιά σχέση με τη θέση της ως Πρώτης Συμβούλου. Υπήρχαν κι άλλα παλάτια, μικρά και μεγάλα, που απλώνονταν πλευρικά στο δικό της, κυκλωμένο το καθένα από έναν μεγάλο τοίχο, εκτός από το τελευταίο, όπου τα Ύψη, το μοναδικό μέρος του νησιού που θα αποκαλούσε κανείς λόφο, κατέληγαν απότομα στα νερά από κάτω, σχηματίζοντας έναν κατακόρυφο γκρεμό. Ωστόσο, δεν ήταν και τόσο μικρό. Οι γυναίκες της Μπαρσάλα ασχολούνταν ενεργά με το εμπόριο και την πολιτική από τότε που η πόλη ονομαζόταν ακόμα Φελ Μορέινα. Διάδρομοι περιστοιχισμένοι από ψηλούς κίονες διέτρεχαν το παλάτι της Μπαρσάλα και στους δύο ορόφους, ενώ λευκό μάρμαρο κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού δαπέδου.
Βρήκε την Κάντσουεϊν στο καθιστικό, σε έναν χώρο που θα πρόσφερε άπλετη θέα στη λίμνη, αν δεν ήταν τραβηγμένες οι κουρτίνες, για να κρατούν στο εσωτερικό τη ζέστη από τις φλόγες που τριζοβολούσαν στο μεγάλο μαρμάρινο τζάκι. Η Κάντσουεϊν καθόταν, με το καλάθι των ραφτικών ακουμπισμένο σε ένα μικρό, διακοσμημένο με ψηφίδες τραπεζάκι, πλάι στο κάθισμά της, πλέκοντας με βελονάκι. Δεν ήταν μόνη της. Η Βέριν δίπλωσε τον μανδύα της στη ράχη μιας καρέκλας με μαξιλαράκια και τράβηξε ένα άλλο κάθισμα για να καθίσει.
Η Έλζα ούτε που την κοίταξε. Η Πράσινη με το συνήθως ευχάριστο πρόσωπο καθόταν πάνω στο χαλί, μπροστά από την Κάντσουεϊν, κι έμοιαζε έξαλλη. Το πρόσωπό της είχε αναψοκοκκινίσει και το βλέμμα της ήταν αγριεμένο. Η Έλζα είχε ανέκαθεν επίγνωση της θέσης της απέναντι στις υπόλοιπες αδελφές, μερικές φορές μάλιστα το παράκανε, Για να αγνοεί τη Βέριν, πόσω μάλλον για να έρχεται αντιμέτωπη με την ίδια την Κάντσουεϊν, σήμαινε πως ήταν εξαιρετικά ταραγμένη. «Πώς μπόρεσες να την αφήσεις να φύγει;» ρώτησε απαιτητικά την Κάντσουεϊν. «Πώς θα τον βρούμε δίχως τη βοήθειά της;» Να, λοιπόν.
Το κεφάλι της Κάντσουεϊν εξακολουθούσε να είναι γερμένο πάνω από το εργόχειρό της, κι εκείνη συνέχιζε να φτιάχνει μικρούς πόντους με τη βελόνα της. «Θα πρέπει να περιμένεις έως ότου επιστρέψει», της αποκρίθηκε ήρεμα.
Τα χέρια της Έλζα σφίχτηκαν σε γροθιές στα πλευρά της. «Πώς μπορείς να είσαι τόσο αδιάφορη;» τη ρώτησε, πάλι απαιτητικά. «Μιλάμε για τον Αναγεννημένο Δράκοντα! Το μέρος ετούτο θα μπορούσε να αποδειχτεί θανάσιμη παγίδα γι’ αυτόν! Πρέπει να...!» Το στόμα της έκλεισε ερμητικά μόλις η Κάντσουεϊν σήκωσε προειδοποιητικά το δάχτυλό της, κάτι που συνήθιζε και τις περισσότερες φορές αποδεικνυόταν αρκετό.
«Αρκετά ανέχθηκα την αγένειά σου, Έλζα. Μπορείς να πηγαίνεις. Τώρα!»
Η Έλζα δίστασε, μα δεν είχε άλλη επιλογή. Το πρόσωπό της εξακολουθούσε να είναι αναψοκοκκινισμένο καθώς υποκλινόταν, κρατώντας σφιχτά τη βαθυπράσινη φούστα της, αλλά απομακρύνθηκε από το καθιστικό δίχως περαιτέρω καθυστέρηση.
Η Κάντσουεϊν άφησε το εργόχειρο στα γόνατά της κι έγειρε πίσω. «Θα μου ετοιμάσεις λίγο τσάι, Βέριν;»
Η Βέριν, άθελά της, ξαφνιάστηκε. Η άλλη αδελφή δεν είχε ρίξει ούτε ματιά προς το μέρος της. «Φυσικά, Κάντσουεϊν». Μια ασημένια τσαγιέρα με έντονη διακόσμηση ήταν ακουμπισμένη στο τετράποδο στήριγμα, πάνω σε ένα από τα βοηθητικά τραπεζάκια, κι ευτυχώς ήταν ακόμα ζεστή. «Μήπως δεν ήταν τόσο συνετό να διώξεις την Αλάνα;» ρώτησε.
«Δεν θα μπορούσα να τη σταματήσω χωρίς να μάθει το αγόρι περισσότερα απ’ όσα πρέπει, έτσι δεν είναι;» αποκρίθηκε ξερά η Κάντσουεϊν.
Η Βέριν πήρε την τσαγιέρα με αργές κινήσεις και σέρβιρε τσάι σε ένα λεπτό, μπλε πορσελάνινο φλιτζάνι. Δεν ήταν πορσελάνη των Θαλασσινών, αλλά ήταν φίνα. «Έχεις την παραμικρή ιδέα γιατί ο Ραντ επέλεξε να έρθει στο Φαρ Μάντινγκ; Κόντεψα να πνιγώ μόλις σκέφτηκα ότι ο λόγος που έπαψε να γυροφέρνει είναι επειδή ακριβώς βρισκόταν εδώ. Αν πρόκειται για κάτι επικίνδυνο, ίσως θα ήταν καλό να τον σταματήσουμε».
«Βέριν, έχει το ελεύθερο να κάνει ό,τι λαχταρά η καρδιά του, οτιδήποτε, αρκεί να ζήσει μέχρι την Τάρμον Γκάι’ντον. Θα κάνω το παν για να είμαι στο πλευρό του, μέχρι να τον μάθω πώς να γελά και πώς να κλαίει». Κλείνοντας τα μάτια της, έτριψε τους κροτάφους με τα ακροδάχτυλά της κι αναστέναξε. «Γίνεται σκληρός σαν πέτρα, Βέριν, κι αν δεν μάθει πως δεν είναι παρά ένας απλός άνθρωπος, ελάχιστη σημασία θα έχει αν κερδίσει ή χάσει την Τελευταία Μάχη. Η νεαρή Μιν τού είπε ότι με χρειάζεται· το έμαθα από την ίδια, δίχως να την υποψιάσω για κάτι. Όμως, πρέπει να περιμένω να έρθει μόνος του κοντά μου. Βλέπεις πόσο απερίσκεπτα μεταχειρίζεται την Αλάνα και τις υπόλοιπες. Δεν θα είναι πολύ εύκολη δουλειά να τον διδάξω, ακόμα κι αν το ζητήσει. Απεχθάνεται την καθοδήγηση, νομίζει ότι πρέπει να τα κάνει όλα μοναχός του, να τα μάθει όλα, κι αν δεν τον βάλω σε μια σειρά, δεν πρόκειται να διδαχθεί τίποτα». Τα χέρια της ακούμπησαν στο βελονάκι, πάνω στα γόνατά της. «Φαίνεται πως απόψε έχω διάθεση για εκμυστηρεύσεις. Ασυνήθιστο για τα δεδομένα μου. Αν ξεμπερδέψεις ποτέ με αυτό το σερβίρισμα, μπορεί να σου αποκαλύψω κι άλλα».