Выбрать главу

«Ναι, φυσικά». Η Βέριν γέμισε ταχύτατα ένα δεύτερο φλιτζάνι κι έριξε το μικρό φιαλίδιο στο σακίδιό της, αφήνοντάς το ξεσκέπαστο. Επιτέλους, μπορούσε να νιώσει σιγουριά με την Κάντσουεϊν. «Θέλεις μέλι;» ρώτησε κάπως μπερδεμένη. «Όλο το ξεχνάω».

26

Προσμονή

Περπατώντας στα καφετιά χορτάρια στο Πεδίο του Έμοντ, παρέα με την Εγκουέν, η Ηλαίην αισθάνθηκε θλίψη εξαιτίας των αλλαγών, ενώ η Εγκουέν έμοιαζε εμβρόντητη. Όταν πρωτοεμφανίστηκε στον Τελ’αράν’ριοντ, μια μακρόστενη πλεξούδα αιωρούνταν στην πλάτη της Εγκουέν, η οποία φορούσε —άκουσον, άκουσον— ένα απλό μάλλινο φόρεμα και κάτι χοντρά παπούτσια, που εξείχαν κάτω από τη φούστα της καθώς περπατούσε. Η Ηλαίην υπέθεσε πως τέτοια ρούχα φορούσε κι όταν έμενε στους Δύο Ποταμούς. Τώρα, τα μαύρα μαλλιά της Εγκουέν κρέμονταν στους ώμους της, πιασμένα από ένα μικρό δαντελωτό κάλυμμα, ενώ το φόρεμά της ήταν εξίσου κομψό με της Ηλαίην, σε εξαίσια μπλε απόχρωση, κεντητό με ασήμι στο μπούστο και στον ψηλό λαιμό, όπως επίσης και στο μήκος του στριφώματος της φούστας και στα μανικέτια. Βελούδινα αργυροποίκιλτα γοβάκια αντικαθιστούσαν τα βαριά δερμάτινα παπούτσια. Η Ηλαίην έκανε τα πάντα για να αποφύγει να αλλάξει το πράσινο μεταξωτό φόρεμα ιππασίας σε κάτι πιο ξεδιάντροπο, αλλά για τη φίλη της οι αλλαγές ήταν αναμφίβολα σκόπιμες.

Ήλπιζε πως ο Ραντ εξακολουθούσε να αγαπάει το Πεδίο του Έμοντ, το οποίο όμως είχε πάψει πια να είναι το χωριό όπου είχε μεγαλώσει μαζί με την Εγκουέν. Εδώ, στον Κόσμο των Ονείρων, δεν υπήρχαν άνθρωποι, ωστόσο ήταν ολοφάνερο πως το Πεδίο του Έμοντ είχε γίνει πλέον μια υπολογίσιμη πόλη, μάλιστα ακμάζουσα, και σχεδόν ένα στα τρία σπίτια ήταν κτισμένο με δουλεμένη πέτρα, ενώ υπήρχαν κι αρκετά τριώροφα. Πολλές σκεπές καλύπτονταν πλέον από κεραμίδια σε κάθε απόχρωση του ουράνιου τόξου κι όχι από καλαμωτές. Μερικοί δρόμοι ήταν στρωμένοι με λείες πέτρες, κομμένες με ακρίβεια, καινούργιες κι άφθαρτες ακόμα, ενώ υπήρχε κι ένα βαρύ, πέτρινο τείχος, που έζωνε την πόλη, με πύργους και σιδηρόφρακτες πύλες, που θα ταίριαζαν σε πόλη της. Μεθορίου. Εκτός των τειχών, υπήρχαν αλευρόμυλοι και πριονιστήρια, ένα χυτήριο σιδήρου και μεγάλες βιοτεχνίες ύφανσης μάλλινων ρούχων και κιλιμιών, ενώ στο εσωτερικό ξεφύτρωναν μαγαζιά που τα διεύθυναν επιπλοποιοί, αγγειοπλάστες, ραφτάδες, μαχαιροποιοί, χρυσοχόοι κι αργυροχόοι, πολλά εκ των οποίων θα μπορούσαν κάλλιστα να συγκριθούν σε ποιότητα με αυτά του Κάεμλυν, μολονότι κάποιες τεχνοτροπίες παρέπεμπαν στις αντίστοιχες του Άραντ Ντόμαν ή του Τάραμπον.

Ο αέρας ήταν ψυχρός αλλά όχι παγερός και, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν υπήρχε ίχνος χιονιού στο έδαφος. Ο ήλιος βρισκόταν ακριβώς στο ζενίθ του, αν κι η Ηλαίην ήλπιζε να είναι ακόμα νύχτα στον κόσμο της εγρήγορσης. Επιθυμούσε όσο τίποτε άλλο λίγες ώρες πραγματικού ύπνου πριν ξημερώσει. Τις τελευταίες μέρες ήταν μονίμως κουρασμένη. Υπήρχαν τόσο πολλά που έπρεπε να γίνουν, κι οι ώρες ήταν τόσο λίγες.

Είχαν έρθει εδώ επειδή έμοιαζε απίθανο να τις ανακαλύψει κάποιος κατάσκοπος, αλλά η Εγκουέν χασομερούσε, παρατηρώντας την κάθε είδους αλλαγή που είχε υποστεί η γενέτειρά της. Η Ηλαίην είχε τους δικούς της λόγους, πέρα από τον Ραντ, να θέλει να επιθεωρήσει το Πεδίο του Έμοντ. Το πρόβλημα ή, μάλλον, ένα από τα προβλήματα, ήταν πως μία ώρα στον κόσμο της εγρήγορσης ισοδυναμούσε με πέντε ή δέκα ώρες στον Κόσμο των Ονείρων, αλλά μπορούσε να συμβεί και το αντίστροφο. Ίσως στο Κάεμλυν να ήταν ήδη πρωί.

Σταματώντας στην άκρη της πρασιάς, η Εγκουέν αντίκρισε τη φαρδιά πέτρινη αψιδωιή γέφυρα πάνω από το ολοένα και πιο πλατύ ρέμα, το οποίο ξεχυνόταν από μια πηγή που ανάβλυζε από μια πέτρινη προεξοχή, με δύναμη αρκετή για να ρίξει κάτω έναν άντρα. Μια ογκώδης μαρμάρινη κυλινδρική στήλη, σκαλισμένη πανιού με ονόματα ξεφύτρωνε καταμεσής της πρασιάς, όπως επίσης και δύο ψηλά κοντάρια, στερεωμένα σε πέτρινες βάσεις. «Μνημείο μάχης», μουρμούρισε. «Ποιος θα φανταζόταν κάτι τέτοιο στο Πεδίο του Έμοντ; Αν κι η Μουαραίν έλεγε πως κάποτε μια μεγάλη μάχη έλαβε χώρα σε αυτό το σημείο, στους Πολέμους των Τρόλοκ, όταν πέθανε η Μανέθερεν».