Ενστικτωδώς, η Ηλαίην βάδισε με κόπο μέσα στο χιόνι και τύλιξε με τα μπράτσα της την Εγκουέν, αγκαλιάζοντάς τη. Δηλαδή, προσπάθησε να βαδίσει μέσα στο χιόνι, γιατί, καθώς αγκάλιαζε την άλλη γυναίκα, αυτό εξαφανίστηκε, αφήνοντας μονάχα ένα σημάδι υγρασίας πάνω στα ρούχα τους. Οι δύο γυναίκες τρίκλισαν σαν να χόρευαν, και κόντεψαν να πέσουν κάτω.
«Ξέρω πως θα πάρεις τη σωστή απόφαση», είπε η Ηλαίην γελώντας, παρ’ όλο που δεν το ήθελε. Η Εγκουέν, όμως, δεν γέλασε.
«Ελπίζω», είπε σοβαρά, «μια κι, ό,τι κι αν αποφασίσω, θα πεθάνει κόσμος εξαιτίας του». Χτύπησε χαϊδευτικά το μπράτσο της Ηλαίην. «Νομίζω πως συνειδητοποιείς το είδος αυτής της απόφασης, έτσι; Πρέπει να γυρίσουμε κι οι δυο στα κρεβάτια μας». Δίστασε λίγο, αλλά συνέχισε. «Ηλαίην, αν ο Ραντ έρθει και σε βρει ξανά, πρέπει να με ενημερώσεις για όσα είπε, ασχέτως αν σου αποκαλύψει τι σκοπεύει να κάνει ή πού θα πάει».
«Θα σε ενημερώσω κατά το δυνατόν, Εγκουέν». Η Ηλαίην αισθάνθηκε μια σουβλιά ενοχής. Είχε αποκαλύψει στην Εγκουέν τα πάντα —σχεδόν, δηλαδή— όχι όμως και τον δεσμό του Ραντ με την ίδια, τη Μιν και την Αβιέντα. Ο νόμος του Πύργου δεν απαγόρευε αυτό που είχαν κάνει. Οι προσεκτικές ερωτήσεις που απηύθυναν στη Βαντέν, είχαν ξεκαθαρίσει αυτό το ζήτημα. Ωστόσο, δεν ήταν και τόσο ξεκάθαρο κατά πόσον επιτρεπόταν κιόλας. Από την άλλη, όπως είχε πει κι ένας μισθοφόρος Αραφελινός, που είχε στρατολογήσει η Μπιργκίτε, «ό,τι δεν απαγορεύεται, επιτρέπεται», κάτι που ηχούσε σαν τα παλιά ρητά της Λίνι, μολονότι αμφέβαλλε αν η νταντά της ήταν τόσο ανεκτική. «Αυτός ο άνθρωπος σε προβληματίζει, Εγκουέν. Περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως, το βλέπω ξεκάθαρα. Γιατί;»
«Υπάρχει λόγος, Ηλαίην. Οι πράκτορες αναφέρουν ότι κυκλοφορούν πολύ ανησυχητικές φήμες. Απλές φήμες, ελπίζω, αλλά, αν δεν είναι έτσι...» Ήταν πλέον εφάμιλλη μιας Έδρας της Άμερλιν, μια κοντή και λεπτοκαμωμένη νεαρή γυναίκα, που φάνταζε γερή σαν ατσάλι και ψηλή σαν βουνό. Η αποφασιστικότητα φαινόταν στα σκούρα της μάτια και στο θεληματικό της πηγούνι. «Ξέρω καλά πως τον αγαπάς. Κι εγώ τον αγαπώ, αλλά δεν προσπαθώ να Θεραπεύσω τον Λευκό Πύργο, ώστε εκείνος να καταφέρει να αλυσοδέσει τις Άες Σεντάι σαν να ήταν νταμέην. Κοιμήσου κι όνειρα γλυκά, Ηλαίην. Τα ευχάριστα όνειρα έχουν μεγαλύτερη αξία από αυτή που φαντάζεται ο περισσότερος κόσμος». Και με αυτό, εξαφανίστηκε, επιστρέφοντας στον κόσμο της εγρήγορσης.
Για μια στιγμή, η Ηλαίην απέμεινε να κοιτάει το σημείο όπου στεκόταν προηγουμένως η Εγκουέν. Τι είχε πει; Ο Ραντ δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο! Δεν θα το έκανε, και μόνο επειδή την αγαπούσε! Τσίγκλησε τον σκληρό σαν πέτρα όζο στο πίσω μέρος του κεφαλιού της. Με τον Ραντ να βρίσκεται τόσο μακριά, οι χρυσαφιές φλέβες έλαμπαν μονάχα στη θύμησή της. Ναι, σίγουρα δεν θα έκανε κάτι τέτοιο. Ανήσυχη, βγήκε από το όνειρο και βρέθηκε ξανά στο κοιμισμένο της σώμα.
Χρειαζόταν ύπνο, αλλά δεν είχε προλάβει να επιστρέψει στο κορμί της και το ηλιόφως έπεσε πάνω στα βλέφαρά της. Τι ώρα ήταν, Είχε κανονίσει διάφορες συναντήσεις, και τα καθήκοντά της την περίμεναν. Ήθελε να κοιμηθεί για μήνες ολόκληρους. Πάλεψε με την αίσθηση του καθήκοντος, αλλά έχασε. Την περίμενε μια πολυάσχολη μέρα. Κάθε μέρα της ήταν πολυάσχολη. Άνοιξε απότομα τα μάτια της κι αισθάνθηκε τις τσίμπλες, λες και δεν είχε κοιμηθεί καθόλου. Κρίνοντας από τη γωνία των ηλιαχτίδων μέσα από τα παράθυρα, θα πρέπει να ήταν προχωρημένο πρωί. Θα μπορούσε κάλλιστα να μείνει στο κρεβάτι. Καθήκον. Η Αβιέντα μετακινήθηκε στον ύπνο της κι η Ηλαίην την τσίγκλησε στα πλευρά. Αν έπρεπε, σώνει και καλά, να σηκωθεί, δεν θα άφηνε την Αβιέντα να χουζουρεύει.
Η Αβιέντα ξύπνησε απότομα κι άπλωσε το χέρι της, να πιάσει το μαχαίρι που ήταν ακουμπισμένο πάνω στο τραπεζάκι παράπλευρα του κρεβατιού, αλλά το αποτράβηξε πριν αγγίξει τη σκούρα κεράτινη λαβή. «Κάτι με ξύπνησε», μουρμούρισε. «Νόμιζα πως ήταν ένας Σάιντο... Κοίτα τον ήλιο! Γιατί με άφησες να κοιμηθώ τόσο πολύ;» ρώτησε απαιτητικά, καθώς ανασηκωνόταν κάπως άγαρμπα από το κρεβάτι. «Το ότι μου επιτρέπεται να βρίσκομαι μαζί σου...», τα λόγια ακούστηκαν πνιχτά για μια στιγμή, καθώς τραβούσε το ζαρωμένο από τον ύπνο νυχτικό πάνω από το κεφάλι της, «...δεν σημαίνει ότι η Μοναέλ δεν θα με βιτσίσει, αν θεωρήσει πως είμαι τεμπέλα. Σκοπεύεις να μείνεις όλη μέρα ξαπλωμένη;»