Выбрать главу

«Βασίλισσά μου», είπε ο Λοχαγός Μέλαρ, βγάζοντας το πλουμιστό καπέλο του με μια φιγουράτη υπόκλιση. «Ο Αρχιγραμματέας περιμένει την πρόσκληση της Μεγαλειότητάς σας». Τα σκούρα μάτια του άντρα δεν ανοιγόκλειναν καθόλου, μαρτυρώντας ότι ποτέ δεν έβλεπε εφιάλτες για όσους άντρες είχε φονεύσει, ενώ η πλατιά υφασμάτινη λωρίδα με τη δαντελωτή κόψη, που ήταν περασμένη στο στήθος του, και τα σιρίτια στον λαιμό και στους καρπούς τού προσέδιδαν μια ακόμη σκληρότερη όψη. Σκουπίζοντας λίγο λάδι από το πηγούνι της με μια λινή πετσέτα, η Αβιέντα τον παρακολουθούσε ανέκφραστη. Στα πρόσωπα των δύο Φρουρών, που στέκονταν αμφοτέρωθεν της πόρτας, χαράχθηκε ένας αχνός μορφασμός. Ανέκαθεν κυκλοφορούσε η φήμη πως ο Μέλαρ έβαζε χέρι στις γυναίκες Φρουρούς, στις πιο χαριτωμένες τουλάχιστον, κι ότι δυσφημούσε τις ικανότητες τους στα καπηλειά της πόλης. Στα μάτια των γυναικών αυτών, το δεύτερο φάνταζε πολύ χειρότερο.

«Δεν είμαι ακόμα βασίλισσα, Λοχαγέ», είπε κοφτά η Ηλαίην. Πάντα προσπαθούσε να παραμένει σε θέματα ουσίας απέναντί του. «Πώς πάει η στρατολόγηση της σωματοφυλακής μου;»

«Μόνο τριάντα δύο μέχρι στιγμής, Αρχόντισσά μου». Κρατώντας ακόμα το καπέλο του, ο άντρας με το μυτερό πρόσωπο ακούμπησε και τα δυο του χέρια στη λαβή του σπαθιού του, ενώ η τεμπέλικη στάση του ήταν εντελώς ανάρμοστη απέναντι στη γυναίκα που ο ίδιος είχε αποκαλέσει βασίλισσά του. Εξίσου ανάρμοστο φάνταζε και το πλατύ του μειδίαμα. «Η Αρχόντισσα Μπιργκίτε έχει αυστηρά κριτήρια, κι ελάχιστες γυναίκες θα μπορούσαν να τη συναγωνιστούν. Δώσε μου δέκα μέρες, και θα σου βρω εκατό άντρες που θα τις ξεπερνούν σε προσόντα και θα σου είναι πιστοί, όπως εγώ».

«Δεν νομίζω, Λοχαγέ Μέλαρ». Κατέβαλλε προσπάθεια να μη φανεί ψυχρή. Ο Μέλαρ θα πρέπει να είχε πάρει είδηση τις φήμες που κυκλοφορούσαν για τους δυο τους. Μήπως πίστευε, άραγε, πως, επειδή η Ηλαίην δεν τις αρνήθηκε, σήμαινε πως τον έβρισκε... ελκυστικό; Έκανε πέρα τη μισογεμάτη γαβάθα με τον χυλό και κατέπνιξε μια ανατριχίλα. Ώστε, τριάντα δύο μέχρι στιγμής. Οι αριθμοί αυξάνονταν με ταχύτητα. Κάποιοι Κυνηγοί του Κέρατος, που επιθυμούσαν να βρεθούν σε υψηλά αξιώματα, αποφάσισαν πως ήταν κατάλληλοι για να υπηρετήσουν την Ηλαίην ως σωματοφύλακες. Παραδεχόταν πως οι γυναίκες δεν μπορούσαν να είναι στο πόδι νύχτα-μέρα αλλά, άσχετα από το τι έλεγε η Μπιργκίτε, ο στόχος των εκατό φρουρών φάνταζε υπερβολικός. Από την άλλη, η Μπιργκίτε μουλάρωνε όποτε γινόταν αναφορά σε λιγότερες. «Πες, σε παρακαλώ, στον Αρχιγραμματέα ότι μπορεί να περάσει», είπε στον άντρα, κι αυτός έκανε ακόμα μία περίτεχνη υπόκλιση.

Η Ηλαίην σηκώθηκε και τον ακολούθησε και, καθώς εκείνος τραβούσε μία από τις πόρτες με τα σκαλιστά λιοντάρια, τον ακούμπησε στο μπράτσο και χαμογέλασε. «Σε ευχαριστώ και πάλι που μου έσωσες τη ζωή, Λοχαγέ», του είπε, κι αυτή τη φορά ο τόνος της φωνής της ήταν ζεστός σαν χάδι.

Ο τύπος της χαζογέλασε! Οι γυναίκες Φρουροί απέμειναν να κοιτάνε ευθεία μπροστά, μαρμαρωμένες, τόσο αυτές που παρατήρησε φευγαλέα στον διάδρομο, πριν οι πόρτες κλείσουν πίσω από τον άντρα, όσο κι εκείνος που βρίσκονταν στο εσωτερικό. Μόλις η Ηλαίην απομακρύνθηκε από την πόρτα, είδε την Αβιέντα να την παρατηρεί με μια έκφραση που δεν διέφερε πολύ από αυτή του Μέλαρ. Ωστόσο, έμοιαζε κάπως έκπληκτη. Η Ηλαίην αναστέναξε.

Διέσχισε το χαλί κι έσκυψε, τοποθετώντας το ένα χέρι γύρω από τους ώμους της αδελφής της και μιλώντας σιγανά, ίσα-ίσα για να την ακούσει. Εμπιστευόταν τις γυναίκες της φρουράς της και τους έλεγε πράγματα που ελάχιστοι γνώριζαν, αλλά υπήρχαν μερικά ζητήματα που δεν τολμούσε να εκμυστηρευθεί ούτε σε εκείνες. «Είδα μια υπηρέτρια να περνάει, Αβιέντα. Οι υπηρέτριες είναι χειρότερες κουτσομπόλες από τους άντρες. Όσο περισσότεροι νομίζουν ότι αυτό το παιδί ανήκει στον Ντόιλιν Μέλαρ, τόσο καλύτερα για μένα. Εν ανάγκη, θα του επιτρέψω να μου βάλει χέρι».

«Κατάλαβα», είπε αργά η Αβιέντα, κοιτώντας συνοφρυωμένη το πιάτο της, λες κι έβλεπε κάτι άλλο από τα αβγά και τα δαμάσκηνα που σκάλιζε με το κουτάλι της.

Ο Αφέντης Νόρυ παρουσίασε το συνηθισμένο, βαρετό μείγμα της διαχείρισης του παλατιού και της πόλης, αποσπάσματα της αλληλογραφίας του με ξένες πρωτεύουσες, καθώς και πληροφορίες από εμπόρους, τραπεζίτες και διάφορους άλλους που είχαν δοσοληψίες εκτός συνόρων, αλλά τα πρώτα-πρώτα νέα που της ανακοίνωσε ήταν και τα πιο σημαντικά, αν όχι και τα πιο ενδιαφέροντα για την ίδια.

«Οι δύο πιο διακεκριμένοι τραπεζίτες της πόλης είναι... υπόλογοι, Αρχόντισσά μου», είπε με την ξερή φωνή του, λες κι είχε καταπιεί σκόνη. Σφίγγοντας γερά τον δερμάτινο φάκελο πάνω στο στενό του στέρνο, λοξοκοίταξε την Αβιέντα. Δεν είχε συνηθίσει ακόμα την παρουσία της όταν έκανε την αναφορά του. Ούτε τις Φρουρούς είχε συνηθίσει. Η Αβιέντα τού έδειξε τα δόντια της κι εκείνος βλεφάρισε κι έβηξε πάνω στο κοκαλιάρικο χέρι του. «Ο κύριος Χόφλεϋ κι η κυρία Αντσκέιλ ήταν κάπως... διστακτικοί... αρχικά, αλλά γνωρίζουν εξίσου καλά μ’ εμένα την αγορά της στύψης. Δεν θα ήταν ασφαλές να πω ότι τα θησαυροφυλάκιά τους σας ανήκουν πλέον, αλλά κανόνισα επ’ αμοιβή είκοσι χιλιάδων χρυσών νομισμάτων να μετακινηθούν στο θησαυροφυλάκιο του Παλατιού, και θα έρθουν κι άλλα όταν χρειαστεί».