Выбрать главу

«Τι γίνεται όσον αφορά στο άλλο θέμα, Κυρά Χάρφορ;»

«Τίποτα ακόμη, Αρχόντισσά μου, αλλά τρέφω ελπίδες», αποκρίθηκε η Ρενέ, κάπως πιο δύστροπα από πριν. «Τρέφω ελπίδες».

Ύστερα από την αναχώρηση της Αρχιυπηρέτριας προσήλθαν δύο αντιπροσωπείες εμπόρων, πρώτα μια μεγάλη ομάδα Καντορινών, με σκουλαρίκια φτιαγμένα από πολύτιμους λίθους και με ασημένιες αλυσίδες της συντεχνίας τους περασμένες κατά μήκος του στήθους και, πίσω τους ακριβώς, μισή ντουζίνα Ιλιανοί, με ενδυμασίες που έφεραν ίχνη κεντήματος στα, κατά τ’ άλλα, αυστηρά πανωφόρια και ρούχα. Η Ηλαίην χρησιμοποίησε μία από τις μικρότερες αίθουσες υποδοχής. Τα κρεμαστά διακοσμητικά χαλιά, που στόλιζαν παράπλευρα το μαρμάρινο τζάκι, απεικόνιζαν σκηνές κυνηγιού, όχι το Άσπρο Λιοντάρι, ενώ τα καλογυαλισμένα ξύλινα φατνώματα στους τοίχους ήταν ασκάλιστα. Ήταν έμποροι κι όχι διπλωμάτες, αν και μερικοί έμοιαζαν προσβεβλημένοι που η γυναίκα τους πρόσφερε μονάχα κρασί και δεν ήπιε μαζί τους. Τόσο οι Καντορινοί, όσο κι οι Ιλιανοί, λοξοκοιτούοαν τις δύο Φρουρούς που την ακολούθησαν μέσα στο δωμάτιο και στήθηκαν παράπλευρα της εισόδου. Θα πρέπει να ήταν κουφοί, αν δεν είχαν ακούσει ήδη για την απόπειρα δολοφονίας της. Έξι ακόμη άτομα της σωματοφυλακής της περίμεναν έξω από την πόρτα.

Οι Καντορινοί έριχναν κλεφτές ματιές προς τη μεριά της Αβιέντα όταν δεν είχαν την προσοχή τους στραμμένη σε όσα τους έλεγε η Ηλαίην, ενώ οι Ιλιανοί απέφευγαν να την κοιτάξουν έπειτα από την πρώτη τους έκπληξη. Αναμφίβολα, θεωρούσαν πολύ σημαντική την παρουσία μιας Αελίτισσας, ακόμα κι αν καθόταν σε μια γωνία και δεν έλεγε τίποτα, αλλά, ασχέτως αν ήταν Καντορινοί ή Ιλιανοί, οι έμποροι είχαν μια κοινή επιθυμία, κι αυτή ήταν η διαβεβαίωση εκ μέρους της Ηλαίην ότι δεν θα θύμωνε τον Αναγεννημένο Δράκοντα, αναγκάζοντάς τον να στείλει τις στρατιές του και τους Αελίτες του να ερημώσουν το Άντορ, κάτι που θα είχε καταστρεπτικές επιπτώσεις στο εμπόριο. Ωστόσο, δεν τόλμησαν να της το πουν φωναχτά. Ούτε ανέφεραν πως οι Αελίτες κι η Λεγεώνα του Δράκοντα είχαν στρατοπεδεύσει σε έναν τεράστιο καταυλισμό, όχι πολλά μίλια μακριά από το Κάεμλυν. Οι ευγενικές ερωτήσεις τους περί των σχεδίων της, τώρα που είχε αφαιρέσει τα λάβαρα του Δράκοντα και τα Λάβαρα του Φωτός από το Κάεμλυν, ήταν ικανοποιητικές. Η Ηλαίην τους είπε όσα είχε αναφέρει και στους άλλους, ότι δηλαδή το Άντορ θα συμμαχούσε με τον Αναγεννημένο Δράκοντα, παρ’ όλο που δεν αποτελούσε κατάκτηση του. Σε ανταπόκριση, της πρόσφεραν αόριστες ευχές για ευημερία, υπαινισσόμενοι ότι θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ολόψυχα τη θέση της στο Θρόνο του Λιονταριού χωρίς να αναφέρουν τίποτα σχετικό. Σε τελική ανάλυση, αν αποτύγχανε, θα ήθελαν να είναι καλοδεχούμενοι στο Άντορ, όποιος κι αν κέρδιζε την εξουσία.

Μόλις οι Ιλιανοί έκαναν τις υποκλίσεις τους κι αποχώρησαν, η Ηλαίην έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή κι έτριψε τους κροτάφους της. Είχε μια ακόμη συνάντηση με μια αντιπροσωπεία υαλουργών πριν από το μεσημεριανό, ενώ αργότερα ακολουθούσαν άλλες πέντε με εμπόρους και τεχνίτες· πολυάσχολη μέρα, γεμάτη ανειλικρινείς κοινοτοπίες κι αμφιλογίες. Επιπλέον, με τη Νυνάβε και τη Μέριλιλ απούσες, ήταν η σειρά της να κάνει μάθημα το βράδυ στις Ανεμοσκόπους, κάτι που ως εμπειρία ήταν λιγότερο ευχάριστο κι από τη χειρότερη συνάντηση με εμπόρους. Έτσι, δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεση της να μελετήσει το τερ’ανγκριάλ που είχαν φέρει από το Έμπου Νταρ, γιατί ήταν τόσο κουρασμένη, ώστε αδυνατούσε να κρατήσει τα μάτια της ανοικτά. Ένιωσε κάπως αμήχανα όταν η Αβιέντα την κουβάλησε σχεδόν στο κρεβάτι, αλλά δεν υπήρχε κι άλλη λύση. Είχε πολλά να κάνει, και μια ολόκληρη μέρα δεν της έφτανε.

Είχε στη διάθεση της μία ώρα ακόμα πριν από τη συνάντηση με τους υαλουργούς, αλλά η Αβιέντα ήταν κάθετη στην πρότασή της να ρίξει μια ματιά στα πράγματα που είχαν φέρει από το Έμπου Νταρ.

«Σου μίλησε η Μπιργκίτε;» ρώτησε απαιτητικά η Ηλαίην, καθώς η αδελφή της την έσερνε σχεδόν στα στενά σκαλοπάτια της πέτρινης σκάλας. Τέσσερις Φρουροί προπορεύονταν, ενώ οι υπόλοιπες ακολουθούσαν αγνοώντας εσκεμμένα όσα διαμείβονταν ανάμεσα στις δύο γυναίκες. Ωστόσο, η Ηλαίην είχε την εντύπωση πως η Ρασόρια Ντομάντσε, μια θεριεμένη Κυνηγός του Κέρατος με γαλάζια μάτια και χρυσαφιά μαλλιά σαν αυτά που συναντάει κανείς μεταξύ των Δακρυνών, χαμογελούσε αδρά.