Выбрать главу

«Χρειάζεται να μου πει εκείνη πως έμεινες πολλές ώρες μέσα, αλλά κοιμήθηκες ελάχιστα;» αποκρίθηκε περιφρονητικά η Αβιέντα. «Έχεις ανάγκη από καθαρό αέρα».

Ο αέρας κάτω από τα ψηλά περιστύλια ήταν όντως καθαρός και κάπως τσουχτερός, παρ’ όλο που ο ήλιος μεσουρανούσε σε έναν γκριζωπό ουρανό. Μια κρύα αύρα έπνεε γύρω από τις στιλπνές κολόνες, έτσι που οι γυναίκες Φρουροί, που ήταν έτοιμες να την προστατεύσουν από τα περιστέρια, έπρεπε να κρατούν τα πλουμιστά καπέλα τους για να μη φύγουν. Η Ηλαίην φάνηκε αρκετά ξεροκέφαλη κι αρνήθηκε να αγνοήσει την ψύχρα.

«Η Ντυέλιν σ’ τα είπε», γρύλισε τουρτουρίζοντας. Η Ντυέλιν ισχυριζόταν ότι μια έγκυος έπρεπε να περπατάει καθημερινά και για αρκετή ώρα. Υπενθύμιζε συνεχώς στην Ηλαίην πως, άσχετα από το αν ήταν Κόρη-Διάδοχος, προς το παρόν εξακολουθούσε να είναι η Υψηλή Έδρα του Οίκου των Τράκαντ, κι αν η Υψηλή Έδρα των Τράκαντ ήθελε να κουβεντιάσει με την Υψηλή Έδρα των Τάραβιν, θα μπορούσε να το κάνει βαδίζοντας πάνω-κάτω στους διαδρόμους του Παλατιού ή να μην το κάνει καθόλου.

«Η Μοναέλ έχει γεννήσει εφτά παιδιά», αποκρίθηκε η Αβιέντα. «Λέει πως πρέπει να φροντίσω να αναπνέεις καθαρό αέρα». Εκτός από την εσάρπα που είχε ρίξει στους ώμους της, δεν έδειχνε καν να αισθάνεται τον άνεμο επάνω της. Βέβαια, οι Αελίτισσες αγνοούσαν εξίσου καλά με τις Άες Σεντάι τα στοιχεία της φύσης. Η Ηλαίην τύλιξε τα μπράτσα γύρω από το κορμί της και συνοφρυώθηκε.

«Σταμάτα να μουτρώνεις, αδελφή», είπε η Αβιέντα. Έδειξε κάτω, σε μία από τις αυλές των στάβλων που ήταν μόλις ορατή πάνω από τις οροφές με τις λευκές πλάκες. «Κοίτα, η Ρεάνε Κόρλυ ελέγχει αν επιστρέφει η Μέριλιλ Κήντεβιν». Η οικεία, κάθετη φωτεινή χαραμάδα εμφανίστηκε στην αυλή, περιστράφηκε κι έγινε μια αιωρούμενη τρύπα, δέκα πόδια ψηλή κι άλλα τόσα πλατιά.

Η Ηλαίην κοίταξε σκυθρωπή το κεφάλι της Ρεάνε. Όχι, δεν μούτρωνε. Ίσως να μην έπρεπε να διδάξει στη Ρεάνε πώς να Ταξιδεύει, μια κι η γυναίκα του Σογιού δεν είχε γίνει ακόμα Άες Σεντάι, αλλά καμία από τις υπόλοιπες αδελφές δεν ήταν αρκετά δυνατή για να θέσει σε λειτουργία της ύφανση και, σε τελική ανάλυση, αν επιτρεπόταν στις Ανεμοσκόπους να μάθουν, γιατί όχι και στις λίγες γυναίκες του Σογιού; Επιπλέον, δεν μπορούσε να τα κάνει όλα μόνη της. Μα το Φως, ήταν τόσο παγερός ο χειμώνας, προτού η ίδια μάθει να μην επηρεάζεται από το άγγιγμα της ζέστης και του κρύου;

Προς μεγάλη της έκπληξη, η Μέριλιλ πέρασε μέσα από την πύλη, τινάζοντας χιόνι από τον σκούρο και γαρνιρισμένο με γούνα μανδύα της, ακολουθούμενη από τους Φρουρούς με τις περικεφαλαίες, οι οποίοι είχαν σταλεί μαζί της εφτά μέρες πριν. Η Ζάιντα κι οι Ανεμοσκόποι ήταν επιεικώς δυσαρεστημένες με την εξαφάνισή της, αλλά η Γκρίζα αδελφή είχε αδράξει την ευκαιρία να δραπετεύσει από δαύτες για όσο διάστημα μπορούσε. Θεωρήθηκε απαραίτητο να κάνουν έλεγχο κάθε μέρα, ανοίγοντας μια πύλη στο ίδιο σημείο, αλλά η Ηλαίην δεν την περίμενε να φανεί τουλάχιστον για μία εβδομάδα ακόμα. Καθώς ο τελευταίος από τους δέκα Φρουρούς με τους κόκκινους μανδύες έμπαινε στην αυλή των στάβλων, η λυγερόκορμη και μικροκαμωμένη Γκρίζα αδελφή ξεπέζεψε από τη σέλα, έδωσε τα ηνία σε έναν σταβλίτη κι έσπευσε βιαστικά προς το Παλάτι, πριν η γυναίκα από τους στάβλους προλάβει καλά-καλά να απομακρυνθεί από μπροστά της.

«Πράγματι απολαμβάνω τον καθαρό αέρα», είπε η Ηλαίην, ενώ μόλις και κατάφερνε να συγκρατεί το τρίξιμο των δοντιών της, «αλλά, αν επέστρεψε η Μέριλιλ, εγώ πρέπει να κατέβω». Η Αβιέντα ανασήκωσε ένα φρύδι σαν να υποπτευόταν την υπεκφυγή, αλλά ήταν η πρώτη που κίνησε για τη σκάλα. Η επιστροφή της Μέριλιλ ήταν όντως σημαντική και, κρίνοντας από τη βιασύνη της, έφερνε μαζί της είτε πολύ καλά είτε πολύ άσχημα νέα.

Όταν η Ηλαίην κι η αδελφή της μπήκαν στο καθιστικό —ακολουθούμενες από δυο Φρουρούς, φυσικά, οι οποίες στάθηκαν παράπλευρα της εισόδου— η Μέριλιλ ήταν ήδη εκεί. Ο μανδύας της είχε κηλίδες υγρασίας κι ήταν πεταμένος στη ράχη μιας καρέκλας, τα κιτρινισμένα γκρίζα γάντια ιππασίας ήταν συμμαζεμένα πίσω από τη ζώνη της, ενώ τα μαύρα μαλλιά της χρειάζονταν οπωσδήποτε βούρτσισμα. Έχοντας πορφυρά ημικύκλια κάτω από τα μάτια, το πρόσωπο της Μέριλιλ ήταν σταχτί κι έμοιαζε σχεδόν εξίσου κουρασμένο με της Ηλαίην.

Μολονότι είχε έρθει ταχύτατα από την αυλή των στάβλων, δεν ήταν μόνη. Η Μπιργκίτε, συλλογισμένη και μελαγχολική, στεκόταν με το ένα χέρι ακουμπισμένο στο σκαλιστό πρέκι του τζακιού. Με το άλλο χέρι άδραχνε τη μακριά χρυσαφένια πλεξούδα της, μιμούμενη τη Νυνάβε. Σήμερα, φορούσε ένα φαρδύ παντελόνι σε βαθυπράσινη απόχρωση κι ένα κοντό κόκκινο πανωφόρι, συνδυασμός που χτυπούσε έντονα στο μάτι. Ο Λοχαγός Μέλαρ έκανε μια περίτεχνη υπόκλιση προς το μέρος της Ηλαίην, ανεμίζοντας το άσπρο πλουμιστό καπέλο του. Δεν είχε θέση εδώ, αλλά τον άφησε να μείνει, χαρίζοντάς του μάλιστα ένα πολύ θερμό χαμόγελο. Πολύ θερμό.