Η Ηλαίην αντάλλαξε ματιές με την Μπιργκίτε, η οποία ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους της, αν και στην περίπτωση της θα ήταν δύσκολο να πει κανείς αν το έκανε από αμεριμνησία, περιφρόνηση ή τίποτα από τα δύο. Το πιο αδύνατο σημείο στις ελπίδες της Ηλαίην να χρησιμοποιήσει τους Μεθορίτες για να επηρεάσει τους αντιπάλους της σχετικά με τον θρόνο, ήταν ο τρόπος με τον οποίο θα προσέγγιζε όλους αυτούς τους ηγεμόνες, που έμοιαζαν να ραχατεύουν εκεί κάτω ενόσω η ίδια δεν ήταν παρά μια απλή Υψηλή Έδρα των Τράκαντ και Κόρη-Διάδοχος μίας αποθανούσας βασίλισσας. Η αδιαφορία της Μπιργκίτε μαρτυρούσε πως θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένη αφού βρέθηκε λύση, αλλά η Ηλαίην αναρωτιόταν πώς αυτοί οι Μεθορίτες είχαν μάθει πράγματα που ήξεραν ελάχιστοι. Κι αν τα ήξεραν αυτοί, σήμαινε πως υπήρχαν κι άλλοι ενήμεροι. Έπρεπε οπωσδήποτε να προστατεύσει το αγέννητο παιδί της.
«Θα ήθελες να επιστρέψεις τώρα αμέσως, Μέριλιλ;» ρώτησε. Η αδελφή δέχτηκε με προθυμία, γουρλώνοντας κάπως τα μάτια της, πράγμα που υποδήλωνε πως ήταν αποφασισμένη να τα βγάλει πέρα με κάθε είδους δυσωδία, προκειμένου να αποφύγει για λίγο ακόμα να επιστρέψει στις Ανεμοσκόπους. «Τότε, θα πάμε μαζί. Αν όντως επιθυμούν να με συναντήθουν το γρηγορότερο, γιατί να μη γίνει σήμερα κιόλας;» Γνώριζαν πολλά, κι η οποιαδήποτε καθυστέρηση θα απέβαινε εις βάρος της. Κανείς και τίποτα δεν έπρεπε να σταθεί απειλή για το παιδί της. Τίποτα!
27
Προς Έκπληξη Βασιλισσών και Βασιλιάδων
Δεν ήταν τόσο απλό να φύγει, όσο το παρουσίαζε, φυσικά. «Αυτό δεν είναι διόλου συνετό, αδελφή», είπε σκοτεινιασμένη η Αβιέντα καθώς η Μέριλιλ έσπευδε να φρεσκαριστεί. Πράγματι, έδειχνε ιδιαίτερα βιαστική. Η Γκρίζα αδελφή έριχνε γύρω-γύρω ματιές, μήπως και δει πουθενά καμιά Θαλασσινή, πριν προλάβει καν να φτάσει στην είσοδο του καθιστικού. Όταν μια αδελφή του επιπέδου της Ηλαίην έλεγε «φύγε», η Μέριλιλ έφευγε. Με τα χέρια σταυρωτά και την εσάρπα ριγμένη γύρω της έτσι, που να μοιάζει πολύ με Σοφή, η Αβιέντα στάθηκε πάνω από την Ηλαίην, η οποία καθόταν στο γραφείο της. «Διόλου συνετό».
«Συνετό;» γρύλισε η Μπιργκίτε, με τα πόδια στυλωμένα στο πάτωμα και τις γροθιές ακουμπισμένες στους γοφούς της. «Συνετό; Η κοπέλα δεν ξέρει τι σημαίνει η λέξη, ακόμα κι αν τη δει μπροστά της! Προς τι αυτή η βιασύνη; Άσε τη Μέριλιλ να κάνει ό,τι κάνουν οι Γκρίζες, να κανονίσει μια διάσκεψη εντός λίγων ημερών ή μίας εβδομάδας. Οι βασίλισσες μισούν τις εκπλήξεις, οι δε βασιλιάδες τις περιφρονούν. Πίστεψέ με, το ξέρω εκ πικράς πείρας. Βρίσκουν τρόπους να σε κάνουν να το μετανιώσεις». Ο δεσμός της Προμάχου αντικατόπτριζε τον θυμό και τη μανία της.
«Θέλω όσο τίποτα άλλο να τους πιάσω εξαπίνης, Μπιργκίτε. Θα με βοηθήσει να μάθω πόσα ξέρουν για μένα». Κάνοντας μια γκριμάτσα, η Ηλαίην πέταξε την κηλιδωμένη σελίδα και πήρε ένα άλλο φύλλο από το διακοσμημένο χαρτοκιβώτιο από ροδόξυλο. Η κούρασή της είχε εξαφανιστεί με τα νέα που της έφερε η Μέριλιλ, μα φάνταζε δύσκολο να γράψει ευανάγνωστα, με σταθερό χέρι. Ωστόσο, η διατύπωση έπρεπε να είναι σωστή. Δεν επρόκειτο για επιστολή εκ μέρους της Κόρης-Διαδόχου του Άντορ, αλλά εκ μέρους της Ηλαίην Τράκαντ, Άες Σεντάι του Πράσινου Άτζα. Έπρεπε να καταλάβουν όσα ήθελε η ίδια να καταλάβουν.
«Προσπάθησε να τη λογικέψεις, Αβιέντα», μουρμούρισε η Μπιργκίτε. «Σε περίπτωση που δεν μπορείς, καλύτερα να φροντίσω να έχει την κατάλληλη συνοδεία».
«Καμία συνοδεία, Μπιργκίτε. Μόνον εσύ. Μια Άες Σεντάι κι η Πρόμαχός της. Κι η Αβιέντα, φυσικά». Η Ηλαίην σταμάτησε να γράφει, για να χαμογελάσει προς το μέρος της αδελφής της, η οποία δεν ανταπέδωσε το χαμόγελο.
«Γνωρίζω το θάρρος σου, Ηλαίην», είπε η Αβιέντα, «και το θαυμάζω. Όμως, ακόμα και οι Σά’μαντ Κόντε ξέρουν πότε πρέπει να προσέχουν!» Η Αβιέντα μιλούσε για προσοχή; Η Αβιέντα δεν γνώριζε τι σημαίνει η λέξη, ακόμα κι αν... ακόμα κι αν την έβλεπε μπροστά της!
«Μια Άες Σεντάι κι η Πρόμαχός της;» αναφώνησε η Μπιργκίτε. «Σ’ το έχω ξαναπεί, δεν μπορείς να γυρνάς από δω κι από κει ψάχνοντας για περιπέτεια!»