Οι Θαλασσινές θα πρέπει να είχαν αντιληφθεί την ανακατωσούρα που επικρατούσε στο Παλάτι, με τις Φρουρούς να τρέχουν πάνω-κάτω στους διαδρόμους κουβαλώντας μηνύματα ή συνοδεύοντας διάφορα πρόσωπα, αλλά η Ηλαίην σιγουρεύτηκε ότι δεν ήξεραν το παραμικρό. Αν, υποθετικά μιλώντας, η Ζάιντα αποφάσιζε να παρευρεθεί, ήταν ικανή να βάλει μια Ανεμοσκόπο να της φτιάξει πύλη, σε περίπτωση που η Ηλαίην τής το αρνούνταν· η παρουσία της Κυράς των Κυμάτων θα έκανε τα πράγματα ακόμα πιο περίπλοκα, άρα καλό θα ήταν να αποφευχθεί. Η γυναίκα συμπεριφερόταν ήδη λες κι είχε τα ίδια δικαιώματα με την Ηλαίην στο Παλάτι. Μια τυραννική Ζάιντα μπορούσε κάλλιστα να καταστρέψει τα πάντα, το ίδιο σίγουρα με τις λάγνες ματιές του Μέλαρ.
Η σβελτάδα μάλλον ήταν κάτι πέρα από τις δυνάμεις της Εσάντε, παρότι όλες οι υπόλοιπες κινούνταν ταχύτατα, και μόλις ο ήλιος σκαρφάλωσε στο ζενίθ, η Ηλαίην βρισκόταν ήδη καβάλα στον Πυρόκαρδο, που προχωρούσε αργά μέσα από τα χιόνια του Δάσους Μπρημ, πενήντα σχεδόν λεύγες βόρεια του Κάεμλυν, σύμφωνα με το πέταγμα της άγριας χήνας, αλλά μόνο ένα βήμα μέσα από την πύλη, που έβγαζε στο πυκνό δάσος των πανύψηλων πεύκων, των χαμοδαφνών και των βελανιδιών, τα οποία ανακατεύονταν με τα γκρίζα κλαριά άφυλλων δέντρων. Πού και πού, όλο και κάποιο πλατύ λιβάδι ανοιγόταν μπροστά τους, στρωμένο με χιόνι που έδινε την εντύπωση λευκού χαλιού, ακηλίδωτο εκτός από τα ίχνη των οπλών του τρεχάτου αλόγου της Μέριλιλ. Η Μέριλιλ είχε φύγει νωρίτερα με την επιστολή, ενώ η Ηλαίην, η Αβιέντα κι η Μπιργκίτε ακολούθησαν μία ώρα μετά, για να της δώσουν χρόνο να φτάσει πρώτη στους Μεθορίτες. Ο δρόμος από το Κάεμλυν προς το Νέο Μπρημ εκτεινόταν μερικά μίλια δυτικά. Εδώ, απείχαν κάπου χίλιες λεύγες απόσταση από οποιαδήποτε ανθρώπινη κατοικία.
Για την Ηλαίην, το ντύσιμο ήταν εξίσου σοβαρό με την επιλογή αρματωσιάς. Ο μανδύας της είχε επένδυση νυφίτσας για πρόσθετη ζεστασιά, αλλά το υλικό ήταν βαθυπράσινο μάλλινο, μαλακό αλλά και παχύ, ενώ το φόρεμα ιππασίας ήταν από πράσινο μετάξι, δίχως στολίδια. Ακόμα και τα βολικά γάντια ιππασίας ήταν φτιαγμένα από απλό βαθυπράσινο δέρμα. Εκτός κι αν τραβούσαν τα ξίφη, αυτή ήταν η περιβολή με την οποία μια Άες Σεντάι εμφανιζόταν απέναντι στους ηγέτες. Το μοναδικό ορατό κόσμημά της ήταν μια μικρή κεχριμπαρένια πόρπη με μορφή χελώνας, και δεν την ένοιαζε διόλου αν το έβρισκαν αλλόκοτο. Μια στρατιά Μεθοριτών δεν κινδύνευε από οποιαδήποτε παγίδα κι αν της έστηναν οι αντίπαλοι της, ακόμα κι η ίδια η Ελάιντα, αλλά εκείνες οι δέκα αδελφές —ίσως και πάνω από δέκα— μπορεί να ανήκαν στην Ελάιντα. Δεν σκόπευε να αφήσει να την πάνε σαν σακί πίσω, στον Λευκό Πύργο.
«Μπορούμε να επιστρέψουμε χωρίς να προκύψει τοχ, Ηλαίην». Η Αβιέντα εξακολουθούσε να είναι κατηφής, φορώντας την Αελίτικη ενδυμασία της, με το μοναδικό ασημένιο περιδέραιο και τα βαριά βραχιόλια από φίλντισι. Το κοντόχοντρο, καστανοκόκκινο άλογό της ήταν τουλάχιστον ένα χέρι κοντύτερο από τον Πυρόκαρδο ή από το λιγνό γκρίζο της Μπιργκίτε, τη Σαΐτα, και πολύ πιο πράο στον χειρισμό του, παρ’ όλο που ίππευε πολύ πιο εύκολα απ’ ό,τι στο παρελθόν. Όπως είχε καβαλικέψει πάνω στη σέλα, φαίνονταν τα πόδια της με τις σκούρες κάλτσες, γυμνά από το γόνατο και πάνω, κι έμοιαζε ζεστή παρά την εσάρπα που είχε τυλίξει γύρω από το κεφάλι της. Αντίθετα με την Μπιργκίτε, δεν είχε σταματήσει τις προσπάθειες της να μεταπείσει την Ηλαίην. «Καλή κι η έκπληξη, αλλά θα δείξουν περισσότερο σέβας απέναντι σου αν σε συναντήσουν στα μισά της διαδρομής».
«Δεν γίνεται να εγκαταλείψω τη Μέριλιλ», αποκρίθηκε η Ηλαίην, δείχνοντας μεγαλύτερη υπομονή απ’ όση ένιωθε. Ίσως να μην ήταν πια τόσο κουρασμένη, αν και σίγουρα δεν ένιωθε ιδιαίτερα αναζωογονημένη, διόλου έτοιμη να ανεχτεί ενοχλητικές ερωτήσεις. Από την άλλη, δεν είχε όρεξη να αρπαχτεί με την Αβιέντα. «Θα αισθανθεί σαν χαζή, στέκοντας εκεί και κρατώντας μια επιστολή που αναγγέλλει την άφιξή μου, αν εγώ δεν εμφανιστώ. Μάλλον, ακόμα χειρότερα, εγώ θα αισθανόμουν σαν χαζή».
«Καλύτερα να αισθάνεσαι χαζή παρά να είσαι», μουρμούρισε η Μπιργκίτε, μέσα από τα δόντια της σχεδόν. Ο σκούρος μανδύας της ήταν απλωμένος πίσω από τη σέλα της κι η περίτεχνη πλεξούδα κρεμόταν από το άνοιγμα της κουκούλας έως τη μέση της περίπου. Το τράβηγμα της κουκούλας μπροστά, έτσι που να πλαισιώνει το πρόσωπό της, ήταν η μοναδική παραχώρηση που είχε κάνει απέναντι στο κρύο και στον μανιασμένο άνεμο, που μερικές φορές σήκωνε το φρέσκο χιόνι από το έδαφος σαν να ήταν φτερό. Ήθελε να μην εμποδίζεται η όρασή της. Το κάλυμμα στη φαρέτρα του τόξου της, που ήταν δεμένη πάνω στη σέλα, είχε σκοπό να διατηρεί τη χορδή στεγνή και κρεμόταν προς τα κάτω, έτσι που να μπορεί να φτάνει το τόξο με ευκολία. Η πρόταση να φέρει και ξίφος είχε απορριφθεί με αγανάκτηση, λες κι ήταν κάτι που είχε ζητήσει η Ηλαίην από την Αβιέντα. Η Μπιργκίτε ήταν ειδική στο τόξο, αλλά ισχυριζόταν πως, αν προσπαθούσε να τραβήξει ξίφος, μπορεί να κάρφωνε τον εαυτό της. Ο κοντός πράσινος χιτώνας της, πάντως, δεν θα ξεχώριζε από τους δασότοπους σε άλλες εποχές του χρόνου, και το εκπληκτικότερο ήταν πως το φαρδύ της παντελόνι είχε το ίδιο χρώμα. Τώρα, ήταν Πρόμαχος, όχι Στρατηγός της Βασιλικής Φρουράς, ωστόσο ο τίτλος δεν την χαροποιούσε όσο θα περίμενε κανείς. Στον δεσμό έρρεε τόσο η απογοήτευση όσο κι η επαγρύπνηση.