Η Ηλαίην αναστέναξε, κι η αναπνοή της ήταν ομιχλώδης. «Εσείς οι δύο γνωρίζετε καλά τι ελπίζω να καταφέρω εδώ. Το ξέρατε από τότε που το αποφάσισα. Γιατί, λοιπόν, μου συμπεριφέρεστε ξαφνικά λες κι είμαι φτιαγμένη από γυαλί;»
Οι δύο γυναίκες αντάλλαξαν ματιές και κοίταξαν παραπέρα, περιμένοντας η μία από την άλλη να μιλήσει πρώτη. Κατόπιν, σιωπηλά, τα βλέμματά τους καρφώθηκαν ευθεία μπροστά, και ξαφνικά η Ηλαίην κατάλαβε.
«Όταν γεννηθεί το παιδί μου», είπε ξερά, «μπορείτε κι οι δύο να δηλώσετε υποψηφιότητα για παραμάνα». Αν, φυσικά, επρόκειτο για κοριτσάκι. Αν η Μιν ανέφερε κάτι, η πληροφορία εκείνης της νύχτας είχε χαθεί στις θολές από το κρασί αναμνήσεις της Αβιέντα και της Μπιργκίτε. Ίσως ήταν καλύτερο να κάνει γιο αρχικά, έτσι που να ξεκινήσει την εκπαίδευσή του πριν καταφθάσει η κόρη. Μια θυγατέρα εξασφάλιζε τη διαδοχή, ενώ κανείς δεν θα έδινε σημασία σε έναν μόνο γιο, κι όσο κι αν η ίδια επιθυμούσε να κάνει κι άλλο παιδί, δεν ήταν διόλου σίγουρο ότι θα τα κατάφερνε. Το Φως να δεήσει να αποκτούσε κι άλλα παιδιά από τον Ραντ, ωστόσο έπρεπε να το βλέπει κάπως πρακτικά το ζήτημα. «Προσωπικά, δεν χρειάζομαι παραμάνα».
Τα ηλιοκαμένα μάγουλα της Αβιέντα έγιναν ακόμα πιο σκούρα από αμηχανία. Η έκφραση στο πρόσωπο της Μπιργκίτε δεν άλλαξε διόλου, αλλά το ίδιο συναίσθημα ανάβλυζε σε όλο το μήκος του δεσμού του Προμάχου.
Ίππευαν αργά, ακολουθώντας τα χνάρια της Μέριλιλ για δύο ώρες περίπου, κι η Ηλαίην σκεφτόταν πως ο πλησιέστερος καταυλισμός δεν πρέπει να απείχε πολύ, όταν ξαφνικά η Μπιργκίτε έδειξε κάπου μπροστά κι είπε «Σιναρανοί», πιάνοντας ανάλαφρα τη θήκη του τόξου της. Η ετοιμότητα εξάλειψε την απογοήτευση, όπως κι οτιδήποτε άλλο, στον δεσμό. Η Αβιέντα άγγιξε τη λαβή του μαχαιριού που είχε περασμένο στη ζώνη της, λες κι ήθελε να βεβαιωθεί πως βρισκόταν εκεί.
Περιμένοντας κάτω από τα δέντρα, στη μια πλευρά της διαδρομής που οχημάτιζαν τα ίχνη της Μέριλιλ, άντρες κι άλογα κάθονταν τόσο ακίνητοι, ώστε η Ηλαίην αρχικά τους πέρασε για φυσικές προεξοχές, μέχρι που διέκρινε τα παράξενα κυματιστά λοφία πάνω στις περικεφαλαίες τους. Τα υποζύγιά τους δεν έφεραν θωράκιση, όπως συνέβαινε συχνά με τα ζώα βαρέος ιππικού των Σιναρανών, αλλά οι άντρες φορούσαν μεταλλικούς θώρακες, ενώ στις πλάτες τους είχαν ζωσμένα ξίφη με μακρόστενες λαβές. Σπαθιά και ρόπαλα κρέμονταν από τις ζώνες και τις σέλες τους. Τα σκοτεινά μάτια τους δεν ανοιγόκλειναν καθόλου. Κάποιο από τα άλογα κούνησε την ουρά του, κι η κίνηση αυτή φάνηκε να ξαφνιάζει.
Ένας άντρας με αυστηρό πρόσωπο και τραχιά φωνή μίλησε καθώς η Ηλαίην κι οι άλλες γυναίκες σταμάτησαν μπροστά του. Το λοφίο πάνω στην περικεφαλαία του έμοιαζε με λεπτές φτερούγες. «Ο Βασιλιάς Ήζαρ εγγυάται την ασφάλειά σας, Ηλαίην Σεντάι, και σε αυτή του την εγγύηση προσθέτω κι εγώ τη δική μου. Είμαι ο Κάγιεν Γιοκάτα, Άρχοντας του Φαλ Έισεν, κι είθε να μ’ εγκαταλείψει η Ειρήνη κι η Μάστιγα να καταβροχθίσει την ψυχή μου, αν πάθεις κακό εσύ ή οποιαδήποτε σύντροφός σου στον καταυλισμό μας».
Τα λόγια του δεν ήταν τόσο ανακουφιστικά όσο ήλπιζε η Ηλαίην. Το μόνο που φανέρωναν όλες αυτές οι εγγυήσεις περί της ασφάλειάς της ήταν ότι το αμφισβητούμενο του θέματος. «Άραγε, μια Άες Σεντάι χρειάζεται εγγυήσεις από Σιναρανούς;» ρώτησε. Έθεσε σε εφαρμογή μια άσκηση των μαθητευομένων για ψυχική ηρεμία, αλλά αντιλήφθηκε πως δεν ήταν απαραίτητο. Πολύ παράξενο. «Ας ξεκινήσουμε, Άρχοντα Κάγιεν». Ο άντρας ένευσε και γύρισε το άλογό του.
Μερικοί Σιναρανοί έριχναν ανέκφραστες ματιές στην Αβιέντα, αναγνωρίζοντας μια Αελίτισσα, αλλά οι περισσότεροι απλώς ακολούθησαν. Μονάχα οι οπλές των αλόγων, που τσάκιζαν το σκληρό χιόνι κάτω από το φρέσκο, έσπαγαν τη σιωπή της σύντομης διαδρομής τους. Είχε δίκιο. Το στρατόπεδο των Σιναρανών δεν ήταν μακριά. Λίγα λεπτά αργότερα, είδε έφιππους και θωρακισμένους φρουρούς, κι αμέσως μετά μπήκαν στο στρατόπεδο των Σιναρανών.
Άτακτα απλωμένος ανάμεσα στα δέντρα, ο καταυλισμός φάνταζε μεγαλύτερος απ’ όσο είχε φανταστεί. Όπου κι αν κοιτούσε, έβλεπε σκηνές, πυρές μαγειρέματος, άλογα δεμένα σε πασσάλους και σειρές ολόκληρες από άμαξες, που χάνονταν πέρα από το πεδίο της όρασης της. Καθώς περνούσε με τη συνοδεία της, οι στρατιώτες κοιτούσαν με περιέργεια, άντρες με σκληρά πρόσωπα και ξυρισμένα κεφάλια, εκτός από έναν θύσανο στην κορυφή, που κάποιες φορές ήταν μακρύς κι έφτανε έως τους ώμους. Ορισμένοι εξ αυτών φορούσαν μέρος της εξάρτυσης τους, αλλά τόσο οι πανοπλίες όσο και τα όπλα ήταν πάντα δίπλα τους, έτοιμα για χρήση. Η μυρωδιά δεν ήταν τόσο δυσάρεστη όσο είχε περιγράψει η Μέριλιλ, αν και μπορούσε να διακρίνει την αδιόρατη οσμή των αφοδευτηρίων και της κοπριάς κάτω από το άρωμα που ανέδιδε ό,τι κι αν ήταν αυτό που έβραζε στις κατσαρόλες. Κανείς δεν έμοιαζε πεινασμένος, αν κι οι περισσότεροι ήταν λιπόσαρκοι. Ωστόσο, η σωματική κατασκευή τους δεν είχε να κάνει με την ισχνότητα της λιμοκτονίας, απλώς ο οργανισμός τους δεν διατηρούσε πολύ λίπος. Η Ηλαίην παρατήρησε δε πως, πάνω από τις φωτιές, δεν υπήρχαν σούβλες. Το κρέας ήταν μάλλον δυσεύρετο, σε αντίθεση με τα σιτηρά, αν και τα τελευταία κάθε άλλο παρά αφθονούσαν στο καταχείμωνο. Η κριθαρόσουπα δεν δυνάμωνε έναν άντρα όπως το κρέας. Έπρεπε να μετακινηθούν σύντομα· τέσσερις στρατιές αυτού του μεγέθους δεν θα μπορούσαν να μείνουν πουθενά για πολύ. Έπρεπε να φρονήσει η ίδια να ακολουθήσουν τη σωστή κατεύθυνση.