Выбрать главу

Φυσικά, δεν ήταν όλοι στρατιώτες με ξυρισμένα κεφάλια, μολονότι οι υπόλοιποι άντρες έμοιαζαν εξίσου σκληροί. Έβλεπε κατασκευαστές βελών επί το έργον, αμαξουργούς να κάνουν μερεμέτια, πεταλωτές να πεταλώνουν άλογα, πλύστρες να ανακατεύουν χύτρες, και γυναίκες, που θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι ράφτρες ή απλώς σύζυγοι, να ασχολούνται με βελονιές. Ένας μεγάλος στρατός ακολουθείται πάντα από μεγάλο αριθμό ανθρώπων που, πολλές φορές, είναι ανάλογος του αριθμού των στρατιωτών. Ωστόσο, δεν είδε καμία γυναίκα που θα μπορούσε να είναι Άες Σεντάι. Ήταν μάλλον απίθανο να δει ανασκουμπωμένες αδελφές να ασχολούνται με τα πλυσταριό ή να φορούν μπαλωμένα μάλλινα και να κάθονται να μαντάρουν βράκες. Γιατί ήθελαν να παραμείνουν κρυμμένες; Ανιστάθηκε στην επιθυμία να αγκαλιάσει την Πηγή, να απορροφήσει το σαϊντάρ μέσω του χελωνόσχημου ανγκριάλ που είχε καρφιτσωμένο στο στήθος. Μία-μία οι μάχες, και πρώτη απ’ όλες η μάχη για τη διάσωση του Άντορ.

Ο Κάγιεν ξεπέζεψε, βοηθώντας τη να κάνει το ίδιο, μπροστά από μια σκηνή πολύ μεγαλύτερη από τις άλλες, ωχρό καραβόπανο με μία μακρόστενη αιχμή στην κορυφή. Δίστασε λίγο, αναλογιζόμενος αν έπρεπε να κάνει το ίδιο με την Μπιργκίτε και την Αβιέντα, αλλά η Μπιργκίτε τον έβγαλε από το δίλημμα καθώς ξεπέζεψε μοναχή της με χαρακτηριστική ευκολία κι έδωσε τα γκέμια σε έναν στρατιώτη που περίμενε λίγο πιο πέρα. Η Αβιέντα, όμως, κόντεψε να πέσει από τη σέλα. Είχε σημειώσει πρόοδο στην ιππασία, αλλά εξακολουθούσε να έχει δυσκολίες στο ανέβασμα και στο κατέβασμα από τη σέλα. Αγριοκοιτάζοντας γύρω της, για να δει μήπως είχε γελάσει κανείς, ίσιωσε την ογκώδη φούστα της, ξετύλιξε την εσάρπα από το κεφάλι της και την πέρασε στους ώμους της. Η Μπιργκίτε παρακολουθούσε να οδηγούν το άλογό της παράμερα σαν να μετάνιωνε που δεν είχε πάρει το τόξο και τη φαρέτρα από τη σέλα, Ο Κάγιεν τράβηξε την υφασμάτινη είσοδο κι υποκλίθηκε.

Παίρνοντας μία τελευταία βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει, η Ηλαίην οδήγησε τις άλλες δύο γυναίκες στο εσωτερικό. Δεν τους επέτρεπε να την αντιμετωπίζουν σαν ικέτιδα. Δεν είχε έρθει εδώ ούτε για να παρακαλέσει ούτε για να υπερασπιστεί κάτι. Μερικές φορές, της είχε πει ο Γκάρεθ Μπράυν, όταν ήταν παιδούλα, ανακαλύπτεις ότι ο εχθρός σου έχει την αριθμητική υπεροχή κι ότι δεν υπάρχει τρόπος διαφυγής. Να πράττεις πάντα με τρόπο απρόσμενο για τον εχθρό σου, Ηλαίην. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρέπει να επιτεθείς. Ναι, αυτό έπρεπε να κάνει εξ αρχής.

Στο εσωτερικό, είδε τη Μέριλιλ να έρχεται γλιστρώντας προς το μέρος της, αλαφροπατώντας πάνω στα στρωμένα κιλίμια που χρησίμευαν ως δάπεδο. Το χαμόγελο της μικροκαμωμένης Γκρίζας δεν υποδήλωνε ακριβώς ανακούφιση, αλλά ήταν πασιφανές πως ήταν χαρούμενη που έβλεπε την Ηλαίην. Εκτός από την ίδια, παρίσταντο άλλοι πέντε, δυο γυναίκες και τρεις άντρες, ένας εκ των οποίων ήταν υπηρέτης, παλιός καβαλάρης, κρίνοντας από τα στραβά πόδια του και το βλογιοκομμένο του πρόσωπο. Ήρθε προς το μέρος τους για να πάρει τους μανδύες και τα γάντια —βλεφαρίζοντας προς την Αβιέντα— και κατόπιν αποσύρθηκε σε ένα απλό ξύλινο τραπέζι» στην επιφάνεια του οποίου υπήρχε ένας ασημένιος δίσκος, μια ψηλόλαιμη κανάτα και μια σειρά φλιτζάνια. Οι άλλοι τέσσερις διοικούσαν τα έθνη των Μεθόριων Περιοχών. Κάμποσα καθίσματα χωρίς ράχη —κατάλληλα για καταυλισμούς— ήταν σκόρπια εδώ κι εκεί, όπως επίσης και τέσσερα μεγάλα μαγκάλια με ερυθροπυρωμένα κάρβουνα, που συμπλήρωναν την επίπλωση της σκηνής. Δεν ήταν ακριβώς το είδος της υποδοχής που θα περίμενε η Κόρη-Διάδοχος του Άντορ, καθότι έλειπαν οι αυλικοί, οι πολλοί υπηρέτες κι η αργόσχολη ψιλοκουβέντα που προηγείται των σοβαρών συζητήσεων, όπως επίσης οι άντρες κι οι γυναίκες σύμβουλοι, που βρίσκονταν διαρκώς πάνω από τους ώμους των ηγετών. Αυτό που βρήκε, πάντως, ήταν αυτό που ήλπιζε.