Η Θεραπεία είχε εξαλείψει τους σκούρους κύκλους γύρω από τα μάτια της Μέριλιλ πριν ακόμα φύγει από το Παλάτι, κι η Άες Σεντάι κατάφερε να παρουσιάσει με σχετική αξιοπρέπεια την Ηλαίην στους παρισταμένους. «Από δω η Ηλαίην Τράκαντ, του Πράσινου Άτζα, όπως σας είπα». Αυτό και τίποτε άλλο. Η Ηλαίην είχε πληροφορηθεί αρκετά πράγματα από τη Βαντέν, για να μπορέσει να ξεχωρίσει έναν-έναν τους τέσσερις ηγέτες που στέκονταν απέναντί της.
«Σε καλωσορίζω, Ηλαίην Σεντάι», είπε ο Ήζαρ του Σίναρ. «Είθε η Ειρήνη και το Φως να σε ευλογούν». Ήταν κοντός για άντρα, διόλου ψηλότερος από την ίδια, λεπτός και ντυμένος με ένα πανωφόρι στο χρώμα του μπρούντζου, ενώ το πρόσωπό του ήταν αρυτίδωτο, παρά τον μακρόστενο λευκό κεφαλόδεσμο, που κρεμόταν στη μία άκρη του κεφαλιού του. Κοιτώντας τα θλιμμένα του μάτια, η Ηλαίην υπενθύμισε στον εαυτό της πως αυτός ο άνθρωπος θεωρούνταν σοφός ηγέτης, ικανότατος διπλωμάτης και πολύ καλός στρατιώτης. Εμφανισιακά, πάντως, δεν εκπλήρωνε καμία από αυτές τις περιγραφές. «Να σου προσφέρω κρασί; Τα καρυκεύματα δεν είναι πολύ φρέσκα, αλλά ο χρόνος τούς έχει προσθέσει αψάδα».
«Όταν η Μέριλιλ μάς είπε πως θα κάνατε όλον αυτόν τον δρόμο από το Κάεμλυν σήμερα, ομολογώ πως θα αμφέβαλλα για τα λόγια της, αν δεν ήταν κι η ίδια Άες Σεντάι». Η Εθένιελ του Κάντορ, κάπου μισή παλάμη ψηλότερη της Μέριλιλ, ήταν πλαδαρή, και τα μαύρα της μαλλιά ήταν ελαφρώς πασπαλισμένα με γκριζάδα αλλά, παρά το χαμόγελό της, δεν υπήρχε ίχνος στοργής επάνω της. Η βασιλική αξιοπρέπεια την κάλυπτε από την κορυφή μέχρι τα νύχια, όπως και το καλοφτιαγμένο γαλάζιο μάλλινο ρούχο της. Τα μάτια τής ήταν εξίσου γαλάζια, διαυγή και σταθερά.
«Χαρά μας που ήρθατε», είπε ο Πάιταρ του Άραφελ με μια παράδοξα βαθιά και πλούσια φωνή, που έκανε την Ηλαίην να αισθανθεί περισσότερη ζεστασιά. «Έχουμε πολλά να συζητήσουμε». Η Βαντέν έλεγε πως ήταν ο ομορφότερος άντρας των Μεθόριων περιοχών, κάτι που μπορεί να ίσχυε κάμποσο καιρό πριν, αλλά τώρα ο χρόνος είχε χαράξει βαθιά σημάδια στο πρόσωπό του και μόνο μια φράντζα κοντών γκρίζων μαλλιών παρέμενε στο κεφάλι του. Ωστόσο, ήταν ψηλός και πλατύστερνος, φορούσε απλά πράσινα ρούχα και φάνταζε δυνατός. Επιπλέον, δεν έδινε καθόλου την εντύπωση ηλίθιου.
Εκεί που οι άλλοι δεν έκρυβαν τα χρόνια τους, η Τενόμπια της Σαλδαία επιδείκνυε υπερήφανα τα νιάτα της, αν όχι και την ομορφιά της, με τη γαμψή της μύτη και το πλατύ στόμα. Τα λοξά, σχεδόν μαβιά μάτια της ήταν στο ίδιο επίπεδο με της Ηλαίην και σίγουρα αποτελούσαν το μεγαλύτερο ατού της. Ίσως και το μοναδικό. Εκεί που οι υπόλοιποι ήταν ντυμένοι απλά, ασχέτως αν διοικούσαν ολόκληρα έθνη, το αχνογάλανο φόρεμα αυτής της γυναίκας ήταν κεντημένο με μαργαριτάρια και ζαφείρια, ενώ πρόσθετα ζαφείρια κάλυπταν τα μαλλιά της. Το ντύσιμό της ήταν κατάλληλο για βασιλική αυλή αλλά διόλου για καταυλισμό. Όλοι, πάντως, φέρονταν με αβροφροσύνη.
... «Υπό το Φως, Μέριλιλ Σεντάι», είπε η Τενόμπια συνοφρυωμένη και με διαπεραστική φωνή, «γνωρίζω πως λες αλήθεια, αλλά αυτή η κοπέλα μοιάζει πιότερο με παιδούλα παρά με Άες Σεντάι. Δεν ανέφερες ότι θα έφερνε μαζί της και μια μαυρομάτα Αελίτισσα».
Τα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του Ήζαρ δεν άλλαξαν στο ελάχιστο, αλλά το στόμα του Πάιταρ σφίχτηκε κι η Εθένιελ τόλμησε να ρίξει μια φευγαλέα ματιά στην Τενόμπια, με ένα βλέμμα που θα μπορούσε να ανήκει σε μητέρα. Σε μια θυμωμένη και δυσαρεστημένη μητέρα.
«Μαυρομάτα;» μουρμούρισε μπερδεμένη η Αβιέντα. «Τα μάτια μου δεν είναι μαύρα. Ποτέ μου δεν είδα μαύρα μάτια, εκτός από αυτά ενός γυρολόγου, μέχρι που πέρασα το Δρακότειχος».
«Γνωρίζεις πολύ καλά πως λέω την αλήθεια, Τενόμπια, και γι’ αυτό σε διαβεβαιώ», άρχισε να λέει η Μέριλιλ.
Η Ηλαίην την έκανε να σωπάσει αγγίζοντάς της το χέρι. «Σου είναι αρκετή η γνώση ότι είμαι Άες Σεντάι, Τενόμπια. Αυτή εδώ είναι η αδελφή μου, η Αβιέντα, της Σέπτας των Εννέα Κοιλάδων του Τάαρνταντ Άελ». Η Αβιέντα τούς χαμογέλασε ή, τουλάχιστον, γύμνωσε τα δόντια της. «Κι από δω, η Πρόμαχός μου, η Αρχόντισσα Μπιργκίτε Τραχέλιον». Η Μπιργκίτε έκανε μια μικρή υπόκλιση κι η χρυσαφιά πλεξούδα της ανακινήθηκε.
Η μία ανακοίνωση ήταν πιο παράξενη από την άλλη, προκαλώντας τα ξαφνιασμένα βλέμματα των υπολοίπων —μία Αελίτισσα αδελφή και μία γυναίκα Πρόμαχος;— αλλά η Τενόμπια κι οι υπόλοιποι διοικούσαν περιοχές στην άκρη της Μάστιγας, όπου οι εφιάλτες περπατούν το καταμεσήμερο κι όποιος ξαφνιάζεται υπέρ το δέον θεωρείται νεκρός. Η Ηλαίην, ωστόσο, δεν τους έδωσε την ευκαιρία να συνέλθουν πλήρως. Κάνε επίθεση πριν καταλάβουν καλό-καλά τι συμβαίνει, της είχε πει ο Γκάρεθ Μπράυν, και συνέχισε να επιτίθεσαι μέχρι να τους κατατροπώσεις ή να τους διασκορπίσεις.