Η Ηλαίην ζορίστηκε να ανασάνει ήρεμα και συνάντησε τις ματιές τους χωρίς να βλεφαρίζει. Ένας ολόκληρος στρατός από Μεθορίτες παραήταν μεγάλη παγίδα εκ μέρους της Ελάιντα μόνο και μόνο για να βάλει στο χέρι την Ηλαίην Τράκαντ, αλλά ο Ραντ αλ’Θόρ, ο Αναγεννημένος Δράκοντας, ήταν άλλο ζήτημα. Η Μέριλιλ αναδεύτηκε πάνω στο κάθισμά της, έχοντας πάρει τις οδηγίες της. Ασχέτως των διαπραγματεύσεων που έπρεπε να γίνουν εκ μέρους της Γκρίζας αδελφής, από τη στιγμή που θα άρχιζε να μιλάει η Ηλαίην, η ίδια έπρεπε να παραμείνει σιωπηλή. Η εμπιστοσύνη κύλησε στο μήκος του δεσμού με την Μπιργκίτε. Ο Ραντ δεν ήταν παρά μια πέτρα, μακρινή και δυσανάγνωστη. «Γνωρίζετε την επίσημη προκήρυξη του Λευκού Πύργου σχετικά με το άτομό του;» ρώτησε ήσυχα. Μάλλον τη γνώριζαν.
«Ο Πύργος αναθεματίζει οποιονδήποτε προσεγγίζει τον Αναγεννημένο Δράκοντα εκτός από τη διοίκηση του ίδιου του Πύργου», είπε ο Πάιταρ εξίσου ήσυχα. Τελικά, κάθισε κι άρχισε να την περιεργάζεται σοβαρά. «Είσαι Άες Σεντάι, κι αυτό έχει την ίδια βαρύτητα».
«Ο Πύργος χώνει τη μύτη του παντού», μουρμούρισε η Τενόμπια. «Όχι, Εθένιελ! Θα το πω! Όλος ο κόσμος γνωρίζει πως ο Πύργος είναι διαιρεμένος. Είσαι με το μέρος της Ελάιντα ή με το μέρος των επαναστατριών, Ηλαίην;»
«Ο κόσμος σπάνια έχει πραγματική επίγνωση αυτών που νομίζει πως ξέρει», είπε η Μέριλιλ, με φωνή τόσο ψυχρή, που φάνηκε να ρίχνει τη θερμοκρασία του χώρου. Η μικροκαμωμένη γυναίκα που έτρεχε μόλις τη φώναζε η Ηλαίην και στρίγγλιζε όταν οι Ανεμοσκόποι την κοιτούσαν σηκώθηκε, κορδώθηκε κι ατένισε την Τενόμπια ως Άες Σεντάι, με το λείο πρόσωπό της παγερό όσο κι ο τόνος της φωνής της. «Τα ζητήματα του Πύργου είναι προς γνώση των μυημένων, Τενόμπια. Αν επιθυμείς να διδαχθείς, ζήτα να γραφτεί το όνομά σου στο βιβλίο των μαθητευομένων και μέσα σε είκοσι χρόνια ίσως μάθεις κάτι».
Η Πεφωτισμένη Μεγαλειότης της, Τενόμπια σι Μπασίρε Καζάντι, Ασπίδα του Βορρά και Ξίφος του Σταχτοσύνορου, Υψηλή Έδρα του Οίκου Καζάντι, Αρχόντισσα των Σασέινι, Άσνελ, Κούνγουορ και Γκανάι, αγριοκοίταξε τη Μέριλιλ με τη μανία μιας θύελλας. Δεν είπε τίποτα. Ο σεβασμός της Ηλαίην απέναντι της αυξήθηκε κάπως.
Η παρακοή της Μέριλιλ δεν τη δυσαρέστησε, το αντίθετο μάλιστα. Την έβγαλε από τη δύσκολη θέση τού να καταφύγει σε ανακρίβειες, προσπαθώντας να φανεί πως λέει αλήθεια. Η Εγκουέν είπε πως έπρεπε να προσπαθήσουν να ζουν σαν να είχαν πάρει ήδη τους Τρεις Όρκους, και μάλιστα εδώ και τώρα, κι η Ηλαίην ένιωσε το βάρος των λόγων της. Ο ρόλος της εδώ δεν ήταν αυτός της Κόρης-Διαδόχου του Άντορ, που διεκδικούσε τον θρόνο της μητέρας της, όχι μόνο αυτός τουλάχιστον. Ήταν Άες Σεντάι του Πράσινου Άτζα, κι η λογική της υπαγόρευε περισσότερο να προσέχει τα λόγια της από το να κρύβει απλά αυτό που επιθυμούσε να παραμείνει κρυφό.
«Δεν μπορώ να σας πω πού ακριβώς βρίσκεται». Έλεγε την αλήθεια, καθότι, αφ’ ενός τους είχε δώσει μια γενική κι αόριστη κατεύθυνση, κάπου προς το Δάκρυ, και μάλιστα χωρίς να τους πει πόσο μακριά, κι αφ’ ετέρου, δεν τους εμπιστευόταν επαρκώς ούτε καν γι’ αυτό. Απλώς, έπρεπε να προσέχει τι έλεγε και πώς το έλεγε. «Το μόνο που ξέρω είναι πως, προφανώς, σκοπεύει να παραμείνει εκεί όπου βρίσκεται». Ο Ραντ δεν είχε μετακινηθεί για μέρες· ήταν η πρώτη φορά, από τότε που την είχε αφήσει, που έμενε σε ένα μέρος περισσότερο από μισή μέρα. «Θα σας πω όσα μπορώ, μόνο όμως αν συμφωνήσετε ότι, εντός της εβδομάδας, θα στραφείτε προς τον Νότο. Ούτως ή άλλως, αν παραμείνετε περισσότερο σε αυτό το μέρος, θα αντιμετωπίσετε έλλειψη σιτηρών και κρέατος. Σας υπόσχομαι πως θα βαδίσετε προς τον Αναγεννημένο Δράκοντα». Κάτι που, ούτως ή άλλως, ήταν ιδιαίτερα πιθανό.
Ο Πάιταρ κούνησε το φαλακρό του κεφάλι. «Θέλεις να εισέλθουμε στο Άντορ; Ηλαίην Σεντάι —ή μήπως πρέπει να σε λέω Αρχόντισσα Ηλαίην πλέον;— εύχομαι να σε ευλογήσει το Φως στην αναζήτησή σου για το στέμμα του Άντορ, αλλά δεν νομίζω πως θα μπορούσα να σου προσφέρω άντρες για να πολεμήσουν».
«Η Ηλαίην Σεντάι κι η Αρχόντισσα Ηλαίην είναι ένα και το αυτό», τους είπε. «Δεν σας ζητάω να πολεμήσετε για μένα. Μάλιστα, για να πω την αλήθεια, ελπίζω με όλη μου την καρδιά να διασχίσετε το Άντορ χωρίς να χρειαστεί να ανοίξει μύτη». Σήκωσε την ασημένια κούπα της κι έβρεξε τα χείλη της χωρίς να πιει. Μια ροή επιφύλαξης κύλησε μέσα από τον δεσμό του Προμάχου και, παρά τη θέληση της, η Ηλαίην γέλασε. Η Αβιέντα την κοιτούσε με την άκρη του ματιού της, συνοφρυωμένη. Ακόμα και τώρα, σκόπευαν να φροντίσουν τη μέλλουσα μητέρα.
«Πολύ χαίρομαι που κάποιος το βρίσκει διασκεδαστικό όλο αυτό», είπε κάπως στριμμένα η Εθένιελ. «Προσπάθησε να σκέφτεσαι σαν Νότιος, Πάιταρ. Εδώ παίζουν το Παιχνίδι των Οίκων κι έχω την εντύπωση πως η Ηλαίην είναι πολύ έξυπνη σε αυτό το παιχνίδι, όπως και θα έπρεπε, υποθέτω. Ανέκαθεν άκουγα πως οι Άες Σεντάι δημιούργησαν το Ντάες Νταε’μάρ».