«Σκέψου στρατηγικές, Πάιταρ». Ο Ήζαρ περιεργαζόταν την Ηλαίην, κι ένα μικρό χαμόγελο είχε χαραχτεί στα χείλη του. «Θα κινηθούμε προς το Κάεμλυν σαν εισβολείς, ώστε να μας δουν όλοι οι Αντορινοί. Μπορεί ο χειμώνας να είναι ήπιος εδώ, αλλά σίγουρα θα χρειαστούμε βδομάδες για να φτάσουμε τόσο μακριά. Μέχρι να το κάνουμε, θα έχει συνασπίσει αρκετούς από τους Οίκους του Άντορ εναντίον μας κι υπέρ της και θα έχει φροντίσει να κατακτήσει σχεδόν τον Θρόνο του Λιονταριού. Τελικά, θα έχει τόσο μεγάλη δύναμη μαζεμένη στα χέρια της, που κανείς δεν θα μπορεί να της αντισταθεί για πολύ». Η Τενόμπια μετακινήθηκε στο κάθισμά της, κοιτώντας γύρω της βλοσυρά και τακτοποιώντας τη φούστα της, αλλά μόλις κοίταξε την Ηλαίην, στο βλέμμα της φάνηκε ένας σεβασμός που δεν υπήρχε πριν.
«Κι όταν φθάσουμε στο Κάεμλυν, Ηλαίην Σεντάι», είπε η Εθένιελ, «θα... διαπραγματευτείς... προκειμένου να φύγουμε από το Άντορ χωρίς μάχη». Δεν ήταν ακριβώς ερώτηση, αλλά σχεδόν. «Πράγματι, πολύ έξυπνο».
«Αν όλα λειτουργήσουν όπως τα σχεδιάζει», είπε ο Ήζαρ, και το χαμόγελό του έσβησε. Άπλωσε το χέρι του χωρίς να κοιτάει, κι ο γέρος στρατιώτης ακούμπησε στην παλάμη του μια κούπα με κρασί. «Νομίζω πως οι μάχες, ακόμα κι οι αναίμακτες, σπάνια είναι αποτελεσματικές».
«Πολύ θα ήθελα να είναι αναίμακτες», είπε η Ηλαίην. Μα το Φως, μακάρι να ήταν, ειδάλλως, αντί να σώσει τη χώρα της από εμφύλιο, θα τη βύθιζε σε κάτι χειρότερο. «Θα δουλέψω σκληρά για να αποτρέψω τη βία. Περιμένω από εσάς να κάνετε το ίδιο».
«Μήπως γνωρίζεις, παρεμπιπτόντως, πού βρίσκεται ο θείος μου ο Ντάβραμ, Ηλαίην Σεντάι;» ρώτησε ξαφνικά η Τενόμπια. «Ο Ντάβραμ Μπασίρε; Θα ήθελα να μιλήσω μαζί του τόσο όσο και στον Αναγεννημένο Δράκοντα».
«Ο άρχοντας Ντάβραμ δεν απέχει πολύ από το Κάεμλυν, Τενόμπια. Ωστόσο, δεν μπορώ να σου υποσχεθώ πως θα είναι ακόμα εκεί όταν καταφθάσεις. Αν τελικά συμφωνήσεις, δηλαδή». Η Ηλαίην πήρε μια βαθιά ανάσα για να κρύψει την ανησυχία της. Τώρα πια δεν υπήρχε γυρισμός. Ήταν σίγουρη πως θα κινούνταν νότια, αλλά αν δεν συμφωνούσαν, θα γινόταν αιματοκύλισμα.
Για κάμποσες στιγμές επικράτησε σιωπή στη σκηνή, κι ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το τσιτσίρισμα ενός κάρβουνου σε κάποιο μαγκάλι. Η Εθένιελ αντάλλαξε ματιές με τους δύο άντρες.
«Αν πρόκειται να δω τον θείο μου», είπε η Τενόμπια με ζέση, «είμαι σύμφωνη».
«Στον λόγο της τιμής μου, συμφωνώ», είπε αποφασιστικά ο Ήζαρ και σχεδόν αμέσως μετά, αν και με πιο ήπια φωνή, είπε κι ο Πάιταρ: «Υπό το Φως, είμαι σύμφωνος».
«Οπότε, συμφωνούμε όλοι», είπε η Εθένιελ, ανασαίνοντας ανακουφισμένη. «Και τώρα, η σειρά σου, Ηλαίην Σεντάι. Πού θα βρούμε τον Αναγεννημένο Δράκοντα;»
Ένα ρίγος διαπέρασε την Ηλαίην, που αδυνατούσε να καταλάβει αν οφειλόταν σε ανακούφιση ή σε φόβο. Είχε πραγματοποιήσει αυτά για τα οποία είχε έρθει, ρισκάροντας τόσο για την ίδια όσο και για το Άντορ, κι ο χρόνος θα αποδεικνυόταν ο μόνος κριτής τού αν είχε πράξει σωστά ή όχι. Απάντησε χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. «Όπως σας είπα και πριν, δεν ξέρω το ακριβές σημείο. Ωστόσο, μια έρευνα στο Μουράντυ μπορεί να αποδεικνυόταν επωφελής». Ήταν αλήθεια, μολονότι το όποιο όφελος θα αφορούσε περισσότερο στην ίδια παρά στους υπολοίπους. Η Εγκουέν είχε μετακινηθεί από το Μουράντυ μόλις σήμερα, αποτραβώντας τον στρατό που κρατούσε την Αραθέλε Ρένσαρ και τους άλλους ευγενείς στον Νότο. Ίσως οι Μεθορίτες που κινούνταν νότια να ανάγκαζαν την Αραθέλε, τον Λούαν και τον Πέλιβαρ να αποφασίσουν, όπως πίστευε η Ντυέλιν, να την υποστηρίξουν. Το Φως να δεήσει.
Εκτός από την Τενόμπια, οι Μεθορίτες δεν έδειχναν διόλου περιχαρείς μαθαίνοντας πού βρισκόταν ο Ραντ. Η Εθένιελ πήρε μια βαθιά ανάσα, σαν αναστεναγμό, κι ο Ήζαρ απλώς ένευσε, σουφρώνοντας τα χείλη του σκεφτικός. Ο Πάιταρ άδειασε τη μισή κούπα κρασί, κι ήταν η πρώτη φορά που έπινε με την καρδιά του. Φαίνεται πως, ανεξαρτήτως του πόσο ήθελαν να βρουν τον Αναγεννημένο Δράκοντα, δεν ανυπομονούσαν ιδιαίτερα να τον συναντήσουν. Από την άλλη, η Τενόμπια διέταξε τον ηλικιωμένο στρατιώτη να της φέρει κρασί και συνέχισε να λέει πόσο πολύ επιθυμούσε να δει τον θείο της. Η Ηλαίην δεν πίστευε με τίποτα πως η γυναίκα έτρεφε τόσο βαθιά οικογενειακά αισθήματα.
Η νύχτα έπεφτε νωρίς αυτή την εποχή του χρόνου, και το φως της μέρας δεν θα παρέμενε για πολύ, όπως τους επισήμανε ο Ήζαρ προσφέροντάς τους κρεβάτια. Η Εθένιελ πρότεινε τη δική της σκηνή ως πιο άνετη, αλλά κανείς δεν έδειξε να παρεξηγείται όταν η Ηλαίην είπε πως έπρεπε να φύγει αμέσως.