«Πολύ εντυπωσιακό που κατάφερες να καλύψεις τέτοια απόσταση τόσο γρήγορα», μουρμούρισε η Εθένιελ. «Έχω ακούσει Άες Σεντάι να αναφέρονται σε κάτι που ονομάζεται Ταξίδεμα. Μήπως πρόκειται για κάποιο χαμένο Ταλέντο;»
«Έχεις συναντήσει αρκετές αδελφές στο ταξίδι σου;» ρώτησε η Ηλαίην.
«Μερικές», αποκρίθηκε η Εθένιελ. «Φαίνεται πως παντού ξεφυτρώνουν Άες Σεντάι». Ακόμα κι η Τενόμπια έμεινε ξαφνικά ανέκφραστη.
Επιτρέποντας στην Μπιργκίτε να τοποθετήσει στους ώμους της τον μανδύα με επένδυση νυφίτσας, η Ηλαίην ένευσε καταφατικά. «Έτσι είναι. Θα πείτε να μας φέρουν τα άλογά μας, παρακαλώ;»
Καμιά τους δεν ξαναμίλησε μέχρι που βρέθηκαν εκτός καταυλισμού, προχωρώντας έφιππες ανάμεσα στα δέντρα. Η οσμή των αλόγων κι η βρώμα των αποχωρητηρίων φάνταζαν κάπως πιο ήπιες στο στρατόπεδο, αλλά η απουσία τους εδώ έκανε, με κάποιον τρόπο, τον αέρα να μοιάζει καθαρότερος και το χιόνι λευκότερο.
«Πολύ σιωπηλή ήσουν, Μπιργκίτε Τραχέλιον», είπε η Αβιέντα, τσιγκλώντας ελαφρά με τα σπιρούνια της τα πλευρά του καστανοκόκκινου αλόγου της. Ανέκαθεν πίστευε πως το ζώο θα σταματούσε την πορεία του αν δεν υπήρχε κάτι να του υπενθυμίζει πως έπρεπε να συνεχίσει.
«Μια Πρόμαχος δεν μιλάει ποτέ για την Άες Σεντάι της. Απλώς ακούει και προσέχει τα νώτα της», αποκρίθηκε ξερά η Μπιργκίτε. Δεν ήταν πολύ πιθανό να κυκλοφορεί στο δάσος κάτι απειλητικό, και μάλιστα τόσο κοντά στον καταυλισμό των Σιναρανών, αλλά άφηνε ακάλυπτο το τόξο της και το βλέμμα της ανίχνευε διαρκώς τα δέντρα.
«Οι διαπραγματεύσεις έγιναν πολύ πιο γρήγορα απ’ όσο έχω συνηθίσει, Ηλαίην», είπε η Μέριλιλ. «Υπό άλλες συνθήκες, τα ζητήματα αυτά απαιτούν μέρες ή και βδομάδες συζητήσεων, αν όχι μήνες, πριν συμφωνηθεί κάτι. Τυχερή ήσουν που δεν είχες απέναντι σου Ντομανούς ή Καιρχινούς», παραδέχτηκε με σύνεση. «Οι Μεθορίτες έχουν άλλον αέρα, είναι πιο ανοικτοί κι ευθείς και μπορείς να συνεννοηθείς πολύ πιο εύκολα μαζί τους».
Ανοικτοί κι ευθείς; Η Ηλαίην κούνησε ελαφρά το κεφάλι της. Ναι μεν ήθελαν να βρουν τον Ραντ, αλλά απέκρυβαν για ποιο λόγο, όπως επίσης απέκρυβαν και την παρουσία των αδελφών. Αν μη τι άλλο, θα απομακρύνονταν κι από αυτόν, μόλις τους έδειχνε τον δρόμο για το Μουράντυ. Προς το παρόν, δεν υπήρχε πρόβλημα, αλλά θα έπρεπε να τον προειδοποιήσει, αρκεί να έβρισκε τον τρόπο να το κάνει δίχως να τον θέσει σε κίνδυνο. Φρόντιζε τον, Μιν, σκέφτηκε. Φρόντιζε τον για χάρη μας.
Σε απόσταση λίγων μιλίων από τον καταυλισμό, τράβηξε τα χαλινάρια για να μελετήσει το δάσος με την ίδια ενδελέχεια που έδειχνε κι η Μπιργκίτε. Ειδικά την περιοχή του δάσους που εκτεινόταν στα νώτα τους. Ο ήλιος είχε χαμηλώσει πάνω από τις δεντροκορυφές. Μια λευκή αλεπού, που τρόχαζε, φάνηκε για μια στιγμή και χάθηκε απότομα. Κάτι τρεμόσβησε φευγαλέα πάνω σε ένα γυμνό γκρίζο κλαδί, πουλί ή σκίουρος μάλλον. Ένα μαύρο γεράκι έπεσε ξαφνικά σαν βαρίδι από τον ουρανό και μια λεπτή στριγκλιά έσκισε τον αέρα και κόπηκε απότομα. Δεν τις ακολουθούσε κανείς. Δεν ανησυχούσε για τους Σιναρανούς αλλά για εκείνες τις κρυμμένες αδελφές. Η κόπωση που είχε χαθεί νωρίτερα, ύστερα από τα νέα της Μέριλιλ, είχε επιστρέψει εκ νέου και δριμύτερη, τώρα που η συνάντηση της με τους Μεθορίτες είχε λάβει τέλος. Δεν ήθελε τίποτα περισσότερο από το να ξαπλώσει το συντομότερο στο κρεβάτι της, αλλά ακόμα κι αυτό δεν ήταν τόσο επιθυμητό που να παραδώσει το μυστικό της ύφανσης για το Ταξίδεμα σε αδελφές τις οποίες δεν γνώριζε.
Θα μπορούσε να υφάνει μια πύλη που να βγαίνει στην αυλή των στάβλων του Παλατιού, αλλά υπήρχε κίνδυνος να σκοτώσει κάποιον που τύχαινε να περνάει στο σημείο που άνοιξε, οπότε προτίμησε να ανοίξει μία προς κάποιο άλλο μέρος που γνώριζε εξίσου καλά. Ήταν τόσο κουρασμένη, ώστε χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να υφάνει, κι ούτε καν πέρασε από το μυαλό της το ανγκριάλ που ήταν καρφιτσωμένο στο φόρεμά της, μέχρι που η ασημιά χαρακιά φάνηκε στον αέρα, ανοίγοντας προς μια περιοχή καλυμμένη με καφετί γρασίδι, πατημένο από την πρωτύτερη χιονόπτωση, ένα λιβάδι νότια του Κάεμλυν, όπου ο Γκάρεθ Μπράυν την έπαιρνε συχνά μαζί του για να παρακολουθήσει τους Φρουρούς της Βασίλισσας να περνούν έφιπποι, ενώ μια ηχηρή προσταγή ήταν αρκετή για να σπάσουν τις συστοιχίες τους και να σχηματίσουν συγχρονισμένες γραμμές των τεσσάρων.
«Πόση ώρα θα την κοιτάς;» τη ρώτησε απαιτητικά η Μπιργκίτε.
Η Ηλαίην βλεφάρισε. Η Αβιέντα με τη Μέριλιλ την περιεργάζονταν με ενδιαφέρον. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της Μπιργκίτε ήταν αδιευκρίνιστα, αλλά στον δεσμό έρρεε η ανησυχία.
«Σκεφτόμουν», είπε η Ηλαίην, σπιρουνίζοντας τον Πυρόκαρδο να περάσει την πύλη. Πόσο όμορφο θα ήταν ένα κρεβάτι.