Η απόσταση δεν ήταν μεγάλη από το παλιό πεδίο εξάσκησης μέχρι τις ψηλές αψιδωτές πύλες, χτισμένες στα ωχρά τείχη των πενήντα ποδών. Τα μακρόστενα κτήρια της αγοράς, παραταγμένα σε σειρά μόλις πλησίαζες τις πύλες, ήταν άδεια αυτή την ώρα, αλλά οι Φρουροί με τις κοφτερές ματιές εξακολουθούσαν να επαγρυπνούν. Παρακολουθούσαν την ίδια και τις συντρόφους της να περνούν έφιππες χωρίς να την αναγνωρίζουν. Το πιθανότερο ήταν να επρόκειτο για μισθοφόρους. Δεν θα τη γνώριζαν, εκτός αν την έβλεπαν πάνω στον Θρόνο του Λιονταριού. Με τη βοήθεια του Φωτός και της τύχης, θα γινόταν κι αυτό.
Το σούρουπο πλησίαζε γοργά, ο ουρανός είχε πάρει ένα βαθύ γκρίζο χρώμα κι οι μακρουλές σκιές έπεφταν λοξά πάνω στους δρόμους. Ελάχιστοι άνθρωποι κυκλοφορούσαν, σκόρπιες ομάδες που πάσχιζαν να τελειώσουν τις δουλειές της ημέρας πριν πάνε σπίτι για να δειπνήσουν πλάι σε μια ζεστή φωτιά. Δύο βαστάζοι, που κουβαλούσαν το σκούρο και καλογυαλισμένο ατομικό φορείο ενός έμπορου, πέρασαν τροχάζοντας κατά μήκος του δρόμου, μπροστά τους και, λίγες στιγμές μετά, μία από τις τεράστιες άμαξες με αντλία πέρασε με βρόντο στην αντίθετη κατεύθυνση, συρόμενη από οκτώ άλογα κούρσας, ενώ οι τροχοί της με τη σιδερένια επένδυση κροτάλιζαν πάνω στο λιθόστρωτο. Κάπου θα είχε ξεσπάσει φωτιά, κάτι που συνέβαινε συχνά τις νύχτες. Μια περίπολος τεσσάρων έφιππων Φρουρών την προσπέρασε χωρίς να της ρίξει δεύτερη ματιά. Όπως κι οι άντρες της πύλης, ούτε αυτοί την αναγνώρισαν.
Συνέχισε να προχωράει, ταλαντευόμενη πάνω στη σέλα της κι ευχόμενη να βρισκόταν στο κρεβάτι της.
Σοκαρισμένη, συνειδητοποίησε πως κάποιος την ανασήκωνε από τη σέλα. Άνοιξε τα μάτια της, παρ’ όλο που δεν θυμόταν να τα είχε κλείσει, κι αντιλήφθηκε ότι η Μπιργκίτε την κουβαλούσε στα μπράτσα της στο Παλάτι.
«Άσε με κάτω», της είπε κουρασμένα. «Μπορώ και περπατάω ακόμα».
«Ούτε να σταθείς όρθια δεν μπορείς», γρύλλισε η Μπιργκίτε. «Μην κουνιέσαι».
«Δεν γίνεται να μιλήσεις μαζί της!» είπε δυνατά η Αβιέντα.
«Πρέπει οπωσδήποτε να κοιμηθεί», Αφέντη Νόρυ», είπε η Μέριλιλ με σταθερή φωνή. «Κι αύριο μέρα είναι».
«Συγχωρέστε με, αλλά αύριο θα είναι αργά», αποκρίθηκε ο Νόρυ, και παραδόξως κι η δική του φωνή έμοιαζε σταθερή. «Είναι επείγον να της μιλήσω τώρα!»
Το κεφάλι της Ηλαίην ταλαντεύτηκε καθώς το ανασήκωσε. Ο Χάλγουιν Νόρυ κρατούσε σταθερά πάνω στο οστεώδες στήθος του εκείνον τον δερμάτινο φάκελο, όπως πάντα, αλλά ο άχαρος άντρας που μιλούσε για εστεμμένους βασιλιάδες με τον ίδιο, άχαρο τόνο που χρησιμοποιούσε όταν μιλούσε για τις επισκευές της οροφής έμοιαζε σαν να χορεύει, έτσι όπως πάσχιζε να ξεφύγει από την Αβιέντα και τη Μέριλιλ, οι οποίες τον είχαν πιάσει από τα μπράτσα για να τον συγκρατήσουν.
«Άσε με, Μπιργκίτε», είπε ξανά η Ηλαίην και, δεύτερο παράδοξο μέσα σε λίγα λεπτά, η Μπιργκίτε υπάκουσε. Ωστόσο, το χέρι της παρέμεινε περασμένο γύρω από τη μέση της Ηλαίην σαν στήριγμα, πράγμα για το οποίο η Ηλαίην ήταν ευγνώμων. Δεν ήταν καν σίγουρη πως τα πόδια της θα μπορούσαν να την κρατήσουν για πολύ ακόμα. «Τι συμβαίνει, Αφέντη Νόρυ; Άφησέ τον, Αβιέντα. Κι εσύ, Μέριλιλ».
Ο Αρχιγραμματέας όρμησε μπροστά μόλις τον άφησαν. «Μόλις φύγατε, Αρχόντισσά μου, άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες», είπε, χωρίς να ακούγεται διόλου άχαρος. Η ανησυχία έκανε τα φρύδια του να σμίξουν. «Υπάρχουν τέσσερις στρατιές... μικρού μεγέθους, θα έλεγα. Μα το Φως, θυμάμαι εποχές που πέντε χιλιάδες άντρες έφτιαχναν στρατό». Πέρασε το χέρι του πάνω στο καραφλό του κεφάλι, αφήνοντας ασυμμάζευτες τις λευκές φουντίτσες πίσω από τα αυτιά του. «Τέσσερις μικρές στρατιές πλησιάζουν το Κάεμλυν από ανατολικά», συνέχισε, κι ο τόνος της φωνής του επανήλθε στο συνηθισμένο. Σχεδόν. «Φοβάμαι πως θα έχουν καταφθάσει εντός της εβδομάδας. Είκοσι χιλιάδες άντρες, ίσως και τριάντα. Δεν είμαι σίγουρος». Μισοάπλωσε τον φάκελο προς το μέρος της, λες και προσφερόταν να της δείξει τα έγγραφα που περιείχε. Ναι, πράγματι ήταν αναστατωμένος.
«Ποιοι είναι;» τον ρώτησε. Η Ελένια είχε κτήματα και δυνάμεις στα ανατολικά, όπως επίσης κι η Νάεαν. Καμιά τους όμως δεν είχε τη δυνατότητα να ξεσηκώσει είκοσι χιλιάδες άντρες. Άσε που το χιόνι κι η λάσπη θα τις εμπόδιζαν τουλάχιστον μέχρι την άνοιξη. Με τα «θα» και τα «ίσως» δεν βγάζεις τίποτα, φάνηκε να αντηχεί στο μυαλό της η λεπτή φωνή της Λίνι.
«Ιδέα δεν έχω, Αρχόντισσά μου», αποκρίθηκε ο Νόρυ. «Προς το παρόν, δηλαδή».
Δεν είχε και πολλή σημασία, υπέθεσε η Ηλαίην. Όποιοι κι αν ήταν, σύντομα θα κατέφθαναν. «Με το πρώτο φως της ημέρας, Αφέντη Νόρυ, θέλω να αρχίσετε να αγοράζετε όλα τα είδη διατροφής που μπορείτε να βρείτε εκτός των τειχών και να τα φέρετε στο εσωτερικό. Μπιργκίτε, πες στον λαβαροφόρο να ανακοινώσει στο στρατολογικό γραφείο πως οι μισθοφόροι έχουν τέσσερις μέρες καιρό για να υπογράψουν συνεργασία με τους Φρουρούς, αλλιώς θα πρέπει να φύγουν από την πόλη. Σχετικές ανακοινώσεις πρέπει να γίνουν και στον κόσμο, Αφέντη Νόρυ. Όποιος θέλει να φύγει πριν αρχίσει η πολιορκία, πρέπει να το κάνει τώρα. Έτσι, αφ’ ενός, θα μειωθούν τα στόματα που πρέπει να τραφούν κι, αφ’ ετέρου, ίσως υπάρξουν μερικοί άντρες ακόμα που θα καταταχθούν στους Φρουρούς». Τραβήχτηκε από το υποστηρικτικό μπράτσο της Μπιργκίτε και κίνησε προς τον διάδρομο, με κατεύθυνση τα διαμερίσματά της. Οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να την ακολουθήσουν. «Μέριλιλ, ειδοποίησε τις γυναίκες του Σογιού, όπως επίσης και τις Άθα’αν Μιέρε. Ίσως να θέλουν να φύγουν κι αυτές. Τους χάρτες, Μπιργκίτε. Μάζεψε τους πιο αξιόπιστους και φέρ’ τους στο δωμάτιό μου. Και κάτι άλλο, Αφέντη Νόρυ...»