Η νότια αποβάθρα ήταν άδεια από πλοία, κι οι αξιωματικοί Σωντσάν με τα πλουμιστά φτερά πάνω στις καλογυαλισμένες περικεφαλαίες τους στέκονταν ακίνητοι, περιμένοντας να βοηθήσουν τη Σούροθ και την Τάυλιν να μπουν σε μία από τις μεγάλες βάρκες που περίμεναν, έχοντας οκτώ κωπηλάτες σε κάθε πλευρά. Η Τάυλιν έδωσε ένα τελευταίο φιλί στον Ματ, κοντεύοντας να του ξεριζώσει τα μαλλιά, έτσι όπως τράβηξε το κεφάλι του προς τα κάτω, και του τσίμπησε τα πισινά, λες και δεν τους έβλεπε κανείς! Η Σούροθ την κοίταξε συνοφρυωμένη κι ανυπόμονη, μέχρι που η Τάυλιν βολεύτηκε στη μακρόστενη βάρκα, αλλά ακόμα και τότε η Σωντσάν δεν έπαψε να είναι νευρική, τινάζοντας τα δάχτυλά της προς το μέρος της Άλχουιν, της σο’τζίν της, έτσι που η γυναίκα με το αυστηρό πρόσωπο έτρεχε πάνω-κάτω στους πάγκους για να της φέρει διάφορα πράγματα.
Οι υπόλοιποι της Γενιάς, έγιναν αποδέκτες βαθιών υποκλίσεων εκ μέρους των αξιωματικών, αλλά χρειάστηκε η βοήθεια των σο’τζίν τους για να κατέβουν τις σκαλίτσες. Οι σουλ’ντάμ βοήθησαν τις νταμέην να μπουν στις βάρκες, αλλά κανείς δεν έδωσε χέρι βοήθειας στους λευκοντυμένους τύπους να φορτώσουν τα καλάθια των υποζυγίων και να βολευτούν κι οι ίδιοι. Σύντομα, οι βάρκες διέσχιζαν το λιμάνι, κατευθυνόμενες προς το σημείο όπου κρατούνταν τα ράκεν και τα το’ράκεν, νότια του Ράχαντ, προχωρώντας με ελιγμούς μέσα από τον άναρχα αγκυροβολημένο στόλο των πλοίων των Σωντσάν και τα δεκάδες αιχμάλωτα σκάφη των Θαλασσινών, που ήταν σκόρπια εδώ κι εκεί στο λιμάνι. Τα πιο πολλά έμοιαζαν να έχουν καινούργια ξάρτια, ραβδωτά πανιά των Σωντσάν και διαφορετική επένδυση. Τα πληρώματά τους, επίσης, αποτελούνταν από Σωντσάν. Εκτός από τις Ανεμοσκόπους, τις οποίες δεν ήθελε να σκέφτεται καν, και κάποιους από το πλήρωμα που είχαν πουληθεί, οι επιζώντες Άθα’αν Μιέρε βρίσκονταν όλοι στο Ράχαντ μαζί με τις υπόλοιπες ντα’κοβάλε, καθαρίζοντας τα φραγμένα από τη λάσπη κανάλια, κι ο ίδιος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό. Δεν τους χρωστούσε τίποτα, κι άλλωστε δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα με τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα. Πραγματικά, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα!
Ήθελε όσο τίποτε άλλο να φύγει αμέσως από εκεί, να αφήσει πίσω τους Θαλασσινούς και τα πλοία τους. Κανείς πάνω στην αποβάθρα δεν φαινόταν να του δίνει την παραμικρή σημασία. Οι αξιωματικοί είχαν απομακρυνθεί με το που ανέπλευσαν οι βάρκες. Κάποιος, δεν είχε ιδέα ποιος, είχε πάρει και τα υποζύγια. Οι ναύτες κατέβηκαν από τα ξάρτια και καταπιάστηκαν ξανά με τις δουλειές τους, ενώ τα μέλη της συντεχνίας των μεταφορέων άρχισαν να σπρώχνουν τις χαμηλές και βαριές χειράμαξες, πάνω στις οποίες ήταν στοιβαγμένα δέματα, καφάσια και βαρέλια. Αν όμως έφευγε τόσο σύντομα, η Τάυλιν μπορεί να νόμιζε πως σκόπευε να βγει εκτός πόλεως, κι ίσως έστελνε κάποιον να τον φέρει πίσω, οπότε έμεινε στην άκρη της αποβάθρας να κουνάει το χέρι του σαν χαζός, μέχρι που η γυναίκα ήταν πια αρκετά μακριά για να μπορεί να τον διακρίνει χωρίς ματογυάλι.
Παρά τον παλλόμενο πόνο στο πόδι του, πήρε τον δρόμο της επιστροφής, διασχίζοντας την προκυμαία σε όλο της το μήκος. Απέφυγε να κοιτάξει ξανά το λιμάνι. Καλοντυμένοι έμποροι παρακολουθούσαν το φόρτωμα ή ξεφόρτωμα των προϊόντων τους, δίνοντας μερικές φορές κάτι παραπάνω από το πουγκί τους στον άντρα ή τη γυναίκα με την πράσινη δερμάτινη στολή, για να προσέξει λίγο περισσότερο το εμπόρευμα ή για να κάνει πιο γρήγορα. Όχι, βέβαια, ότι οι εργάτες της συντεχνίας θα έμπαιναν στον κόπο να βιαστούν πολύ. Οι νότιοι ήταν ανέκαθεν ράθυμοι στις κινήσεις τους, εκτός αν ο ήλιος είχε φθάσει στο ζενίθ κι η ζέστη έψηνε πάπια, αλλά με τον γκρίζο ουρανό πάνω από το κεφάλι σου και τον άνεμο να σε περονιάζει προερχόμενος από τη θάλασσα, το κρύο ήταν δεδομένο, άσχετα σε ποιο σημείο βρισκόταν ο ήλιος.
Μόλις βρέθηκε παράπλευρα της Πλατείας Μολ Χάρα, μέτρησε πάνω από είκοσι σουλ’ντάμ να περιπολούν τις αποβάθρες παρέα με τις νταμέην, χώνοντας τις μύτες τους στις βάρκες που προέρχονταν από αγκυροβολημένα πλοία που δεν ανήκαν στους Σωντσάν, κι επιβιβαζόμενες σε κάθε νεοαφιχθέν σκάφος που έφτανε στις αποβάθρες ή ήταν έτοιμο να αποπλεύσει. Ήταν σίγουρος πως θα τους έβρισκε εκεί. Θα πρέπει να ήταν ο Βάλαν Λούκα. Η μόνη εναλλακτική ήταν παρακινδυνευμένη και μπορούσε να εφαρμοστεί μονάχα ως τελική λύση. Ο Λούκα αποτελούσε κι αυτός παρακινδυνευμένη κίνηση, αλλά ήταν και η μοναδική ρεαλιστική επιλογή.