Πίσω, στο Παλάτι Τάρασιν, ξεπέζεψε μορφάζοντας από τον Πιπς και τράβηξε τη μαγκούρα του από την ιπποσκευή της σέλας του. Αφήνοντας έναν ιπποκόμο να πάρει το καστανοκόκκινο ζώο, μπήκε κουτσαίνοντας στο εσωτερικό, με το αριστερό του πόδι ελάχιστα ικανό να συγκρατήσει το βάρος του. Ίσως, αν το μούλιαζε σε ζεστό νερό, να απομακρυνόταν ο πόνος και τότε να μπορούσε να σκεφτεί μερικά πράγματα. Ο Λούκα έπρεπε να πιαστεί εξαπίνης, αλλά πριν από αυτόν έπρεπε να υπερπηδηθούν μερικά ακόμα προβληματάκια.
«Α, εδώ είσαι, λοιπόν», είπε ο Νόαλ, ξεπηδώντας μπροστά του. Ο Ματ μονάχα φευγαλέα έβλεπε τον γέρο άντρα από τότε που του είχε βρει κρεβάτι, αλλά εκείνος φάνταζε ανανεωμένος με το φρεσκοσιδερωμένο γκρίζο πανωφόρι του, και μάλιστα αν λάμβανε κανείς υπ’ όψιν του ότι κάθε μέρα εξαφανιζόταν στην πόλη κι επέστρεφε στο Παλάτι το βράδυ. Τακτοποιώντας τις δαντέλες στα μανικέτια του, ο άντρας χαμογέλασε συνωμοτικά, αποκαλύπτοντας τα κενά ανάμεσα στα δόντια του. «Κάτι σχεδιάζεις, Άρχοντα Ματ, και πολύ θα ήθελα να σου προσφέρω τις υπηρεσίες μου».
«Σχεδιάζω να απάλλάξω το πόδι μου από το βάρος», είπε ο Ματ όσο πιο αδιάφορα μπορούσε. Ο Νόαλ έμοιαζε μάλλον άκακος. Σύμφωνα με τον Χάρναν, πριν από τον ύπνο συνήθιζε να λέει ιστορίες, που ο Χάρναν κι οι υπόλοιποι Κοκκινόχειρες τις έχαβαν. Τον πίστευαν ακόμα κι όταν μιλούσε για ένα μέρος που λεγόταν Σιμπούγια, που υποτίθεται ότι βρισκόταν πέρα από την Ερημιά του Άελ, όπου τα πρόσωπα των γυναικών με τη δυνατότητα της διαβίβασης ήταν γεμάτα τατουάζ, όπου έπρεπε να έχεις διαπράξει περισσότερα από τριακόσια εγκλήματα ώστε να τιμωρηθείς με την ποινή του θανάτου, κι όπου κάτω από τα βουνά ζούσαν γίγαντες ψηλότεροι από τους Ογκιρανούς, με τα πρόσωπά τους στο σημείο της κοιλιάς. Ισχυριζόταν ότι είχε βρεθεί κι ο ίδιος σε αυτό το μέρος, και κάποιος που έκανε τέτοιου είδους δηλώσεις δεν μπορούσε παρά να είναι άκακος. Από την άλλη, μια φορά που ο Ματ τον είχε δει να χειρίζεται εκείνα τα μακρόστενα εγχειρίδια που κουβαλούσε κάτω από το πανωφόρι του, μόνο άκακος δεν έμοιαζε. Από τον τρόπο με τον οποίο ένα άντρας χειρίζεται το όπλο, καταλαβαίνεις αν είναι εξοικειωμένος μαζί του. «Αν αποφασίσω να αλλάξω τα σχέδια μου, θα σε έχω υπ’ όψιν μου».
Εξακολουθώντας να χαμογελάει, ο Νόαλ χτύπησε ελαφρά με ένα από τα ζαρωμένα του δάχτυλα τη μία πλευρά της γαμψής μύτης του. «Δεν με εμπιστεύεσαι ακόμα. Κατανοητό. Ωστόσο, αν ήθελα να σου κάνω κακό, το μόνο που είχα να κάνω εκείνη τη νύχτα στο σοκάκι ήταν να τραβηχτώ. Το μάτι σου γυαλίζει. Στο παρελθόν, έχω δει να καταστρώνουν σχέδια άντρες ικανοί αλλά και παλιοτόμαρα πιο μαύρα κι από το Χάσμα του Χαμού. Υπάρχει κάτι στο βλέμμα του άντρα που καταστρώνει επικίνδυνα σχέδια και δεν θέλει να μαθευτούν».
«Τα μάτια μου είναι απλώς κουρασμένα», γέλασε ο Ματ, γέρνοντας πάνω στη μαγκούρα του. Ικανοί άντρες που καταστρώνουν σχέδια; Ο παλιομπαγάσας τους είχε δει μάλλον στη Σιμπούγια, μαζί με τους γίγαντες. «Πάντως, σε ευχαριστώ για όσα έκανες σ’ εκείνο το σοκάκι. Αν υπάρχει κάτι που μπορώ να κάνω για σένα, ζήτησέ μου το. Τώρα, όμως, θα ήθελα ένα ζεστό μπάνιο».
«Αυτό το γκόλαμ πίνει αίμα;» ρώτησε ο Νόαλ, πιάνοντας τον Ματ από το μανίκι, καθώς ο τελευταίος έκανε να απομακρυνθεί κουτσαίνοντας.
Μα το Φως, μακάρι να μην είχε αναφέρει αυτό το όνομα σε μέρος που ο γέρος άντρας μπορούσε να τον ακούσει. Ευχήθηκε να μην του είχε μιλήσει η Μπιργκίτε για εκείνο το πλάσμα. «Γιατί ρωτάς;» Τα γκόλαμ ζούσαν μονάχα με αίμα. Δεν έτρωγαν τίποτε άλλο.
«Χθες βράδυ, βρέθηκε κι άλλος άντρας με σκισμένο λαιμό, μόνο που δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου αίμα επάνω του, ούτε στα κλινοσκεπάσματα. Σ’ το είπα; Ήταν σε ένα πανδοχείο, κοντά στην Πύλη Μολντάιν. Μπορεί εκείνο το πράγμα να είχε φύγει από την πόλη, αλλά φαίνεται πως επέστρεψε». Κοίταξε πιο πέρα από τον Ματ κι έκανε μια περίτεχνη υπόκλιση προς κάποιον. «Αν αλλάξεις γνώμη, είμαι έτοιμος», είπε πιο χαμηλόφωνα, μόλις τέντωσε πάλι το κορμί του.
Ο Ματ έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του καθώς ο γέρος άντρας απομακρυνόταν. Η Τουόν στεκόταν κάτω από έναν επιχρυσωμένο όρθιο φανό, παρατηρώντας τον μέσα από το πέπλο της. Ή, τουλάχιστον, τον κοίταζε. Φευγαλέα, άραγε; Όπως πάντα, μόλις το βλέμμα του έπεσε πάνω της, απομακρύνθηκε γλιστρώντας στον διάδρομο, με τον πτυχωμένο, άσπρο ποδόγυρο να θροΐζει ανάλαφρα. Σήμερα, δεν τη συνόδευε κανείς.