Выбрать главу

Για δεύτερη φορά εκείνη τη μέρα, ο Ματ αναρρίγησε. Κρίμα που το κορίτσι δεν είχε πάει με τη Σούροθ και την Τάυλιν. Όταν παίρνεις μια φρατζόλα, δεν παραπονιέσαι επειδή έπεσαν κάτω μερικά ψίχουλα, αλλά κάτι οι Άες Σεντάι με τους Σωντσάν, κάτι τα γκόλαμ που τον έπαιρναν στο κυνήγι, οι γέροι που έχωναν τη μύτη τους παντού και τα λιπόσαρκα κορίτσια που τον κοιτούσαν, ήταν αρκετά για να σε κάνουν να τα χάσεις. Ίσως έπρεπε να ξεχάσει τα περί ποδόλουτρου.

Ένιωσε ανακούφιση που είχε στείλει τον Λόπιν να του φέρει τα υπόλοιπα ρούχα από το κουτί με τα παιχνίδια του Μπέσλαν, όπως επίσης και τον Νέριμ να βρει τον Τζούιλιν. Το πόδι του εξακολουθούσε να καίει κι ο παλμικός πόνος τον βασάνιζε όποτε έκανε να περπατήσει, αλλά αν δεν ήθελε να χάσει χρόνο, έπρεπε να ξεκινήσει. Ήθελε να έχει φύγει από το Έμπου Νταρ πριν επιστρέψει η Τάυλιν, κάτι που σήμαινε πως είχε δέκα μέρες στη διάθεση του. Καλού κακού, ας υπολόγιζε σε κάτι λιγότερο.

Όταν το κεφάλι του ληστοκυνηγού φάνηκε στην είσοδο της κρεβατοκάμαρας, ο Ματ στεκόταν όρθιος κοιτώντας τον εαυτό του μπροστά στον ψηλό, ολόσωμο καθρέφτη της Τάυλιν. Τα κόκκινα... ρούχα... ήταν διπλωμένα και τακτοποιημένα στην ντουλάπα μαζί με τα υπόλοιπα στολίδια που του είχε δώσει. Ίσως να χρησίμευαν στον επόμενο άντρα που θα έβρισκε χαριτωμένο η Τάυλιν. Το σακάκι που φορούσε ήταν το πιο απέριττο ρούχο που είχε στην κατοχή του, ένα γαλάζιο μάλλινο, περίτεχνα υφασμένο, χωρίς ίχνος κεντήματος. Ήταν το είδος του πανωφοριού που ένας άντρας θα καμάρωνε να φοράει, χωρίς να τραβάει τα βλέμματα. Ένα ευπρεπέστατο πανωφόρι.

«Ίσως να ταίριαζε λίγη δαντέλα», μουρμούρισε, ψηλαφώντας τον λαιμό της πουκαμίσας του. «Ελάχιστη». Το πανωφόρι παραήταν λιτό, είναι αλήθεια. Σχεδόν σοβαρό.

«Δεν σκαμπάζω από δαντέλες», είπε ο Τζούιλιν. «Γι’ αυτό με ήθελες;»

«Όχι βέβαια. Γιατί χασκογελάς;» Ο Τζούιλιν δεν χασκογελούσε απλώς· το χαμόγελό του κόντευε να χωρίσει το σκουρόχρωμο πρόσωπό του στα δύο.

«Να, είμαι χαρούμενος επειδή έφυγε η Σούροθ. Γιατί με κάλεσες, αν όχι για τις δαντέλες;»

Αίμα και στάχτες! Η γυναίκα που είχε βάλει στο μάτι ο Τζούιλιν μάλλον ήταν κάποια ντα’κοβάλε της Σούροθ! Κάποια που η Σούροθ είχε αφήσει πίσω. Ειδάλλως, δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να νοιάζεται που έφυγε, πόσω μάλλον να είναι χαρούμενος. Άκου να θέλει μια γυναίκα που ανήκε στην ιδιοκτησία της Σούροθ! Κι αυτό μπορεί να μην ήταν τίποτα, συγκριτικά με το να θέλεις καμιά-δυο νταμέην.

Ο Ματ πήγε κουτσαίνοντας προς το μέρος του άντρα, έβαλε το χέρι του γύρω από τους ώμους του και τον οδήγησε στο καθιστικό. «Χρειάζομαι ένα φόρεμα σαν εκείνα που φορούν οι νταμέην, για μια γυναίκα σ’ αυτό περίπου το ύψος» —έφερε το χέρι σχεδόν στους ώμους του— «και λεπτοκαμωμένη». Στο πρόσωπό του χαράχτηκε ένα ειλικρινές χαμόγελο, αλλά αυτό του Τζούιλιν έσβησε απότομα. «Επίσης, χρειάζομαι τρία φορέματα σαν εκείνα που φοράνε οι σουλ’ντάμ, κι ένα α’ντάμ. Οπότε, σκέφτηκα πως ο καταλληλότερος άντρας για να κλέψει κάτι χωρίς να τον πιάσουν είναι ένας ληστοκυνηγός».

«Είμαι ληστοκυνηγός», γρύλισε ο άντρας, κάνοντας πέρα το χέρι του Ματ, «όχι κλέφτης!»

Ο Ματ έπαψε κι αυτός να χαμογελά. «Τζούιλιν, ξέρεις πολύ καλά πως ο μόνος τρόπος να βγουν εκτός πόλης εκείνες οι αδελφές είναι αν οι φρουροί νομίζουν πως εξακολουθούν να είναι νταμέην. Η Τέσλυν κι η Εντεσίνα φορούν τα απαραίτητα ρούχα, αλλά θα πρέπει να μεταμφιέσουμε την Τζολίνε. Η Σούροθ θα επιστρέψει σε δέκα μέρες, Τζούιλιν. Αν δεν έχουμε φύγει έως τότε, το πιθανότερο είναι πως η καλή σου θα παραμείνει για πάντα ιδιοκτησία της». Αυτό που εννοούσε ήταν πως, αν μέχρι τότε δεν είχαν φύγει, δεν θα έφευγαν ποτέ. Μα το Φως, σε αυτή την πόλη κρύωνες ακόμα κι αν ήσουν σε κλειστό χώρο.

Χώνοντας τις γροθιές στις τσέπες του σκούρου Δακρυνού πανωφοριού που φορούσε, ο Τζούιλιν τον αγριοκοίταξε, αν και φάνηκε να ατενίζει κάτι ακόμα πιο πέρα, που δεν του άρεσε καθόλου. Τελικά, ο ληστοκυνηγός έκανε μια γκριμάτσα και μουρμούρισε: «Δεν θα είναι εύκολο».

Οι μέρες που ακολούθησαν, πράγματι, δεν ήταν καθόλου εύκολες. Οι υπηρέτριες κακάριζαν και γελούσαν, βλέποντας τα καινούργια του ρούχα, δηλαδή αυτά που φορούσε παλαιότερα. Χασκογελούσαν κι έβαζαν στοιχήματα, σε απόσταση ακοής από τον Ματ, ότι θα τα άλλαζε αμέσως μόλις επέστρεφε η Τάυλιν —οι περισσότερες μάλιστα πίστευαν ότι, με το που θα άκουγε ο Ματ ότι η γυναίκα ήταν καθ’ οδόν, θα έτρεχε στους διαδρόμους σκίζοντας ό,τι φορούσε— αλλά ο Ματ δεν τους έδινε σημασία, εκτός από το σημείο που αναφέρονταν στην επιστροφή της Τάυλιν. Την πρώτη κιόλας φορά που άκουσε κάποια υπηρέτρια να το αναφέρει, κόντεψε να πάθει αποπληξία, μια και νόμισε πως υπήρχε λόγος που το ανέφερε.