Выбрать главу

Όπως και να έχει, η Τουόν ήταν το λιγότερο. Τίποτα περισσότερο από μια ενοχλητική μύγα. Οι κουτσομπόλες και τα έκθαμβα κοριτσάκια δεν ήταν ικανές να κάνουν το αυτί του να ιδρώσει, κάτι που συνέβαινε με την Τάυλιν, παρ’ όλο που η τελευταία ήταν απούσα. Αν επέστρεφε ξαφνικά και τον έβρισκε έτοιμο να φύγει, ίσως να άλλαζε γνώμη σχετικά με την πώληση. Σε τελική ανάλυση, ήταν κι η ίδια πλέον Υψηλή Αρχόντισσα κι ο Ματ ήταν σίγουρος πως, όπου να ’ναι, θα ξύριζε το κεφάλι της και θα άφηνε μονάχα ένα λοφίο. Θα γινόταν μια σωστή Σωντσάν Υψηλής Γενιάς, και ποιος ξέρει μετά τι θα έκανε; Μπορεί η Τάυλιν να μην του προκαλούσε τόση εφίδρωση, αρκετή πάντως για να μουσκέψει οποιονδήποτε άλλον άντρα.

Συνέχισε να ακούει για τα εγκλήματα του γκόλαμ από τον Νόαλ και, μερικές φορές, από τον Θομ. Κάθε βράδυ γινόταν κι από ένα, αν και κανείς εκτός από τον ίδιο και τους δύο άντρες δεν έμοιαζε να συνδέει τους φόνους. Ο Ματ παρέμενε όσο ήταν δυνατόν σε ανοικτούς χώρους, με κόσμο τριγύρω. Έπαψε να κοιμάται στο κρεβάτι της Τάυλιν και ποτέ δεν έμενε δύο νύχτες στο ίδιο μέρος. Αυτό σήμαινε ότι, πού και πού, έπρεπε να περάσει τη νύχτα του στο πατάρι ενός στάβλου, αλλά δεν είχε πρόβλημα, καθότι είχε κοιμηθεί και στο παρελθόν σε σιταποθήκες, αν και προσπαθούσε να ξεχάσει τα δεμάτια του σανού που τρυπούσαν τα ρούχα του και τον τσιμπούσαν. Ωστόσο, καλύτερα να σε τσιμπάει ο σανός παρά να βρεθείς με κομμένο τον λαιμό.

Αναζήτησε τον Θομ, αμέσως μόλις πήρε την απόφαση να προσπαθήσει να ελευθερώσει την Τέσλυν, και τον ξετρύπωσε στην κουζίνα να συζητά με τους μάγειρες σχετικά με το αν θα έπρεπε να πασαλείψουν ένα κοτόπουλο με μέλι. Ο Θομ τα πήγαινε καλά με τους μάγειρες, όπως επίσης με τους αγρότες, τους εμπόρους και τους ευγενείς. Ο Θομ Μέριλιν είχε βρει τρόπο να τα πηγαίνει καλά με όλους. Άκουγε τα κουτσομπολιά του καθενός, τα συνταίριαζε κι έβγαζε μια γενικότερη εικόνα. Έβλεπε από μια διαφορετική γωνία τα πράγματα κι έπιανε λεπτομέρειες που δεν ήταν εμφανείς για άλλους. Μόλις τελείωσε με το θέμα του κοτόπουλου, ο Θομ σκέφτηκε αμέσως τον μοναδικό τρόπο να περάσει μια Άες Σεντάι μέσα από τους φρουρούς. Για μια στιγμή, το πράγμα φάνηκε εύκολο. Όμως υπήρχαν μερικά εμπόδια.

Ο Τζούιλιν είχε τον ίδιο αλλόκοτο τρόπο να βλέπει τα πράγματα, απόρροια ίσως των χρόνων που είχε περάσει ως ληστοκυνηγός, και κάποιες νύχτες ο Ματ συναντιόταν μαζί του και με τον Θομ στο μικροσκοπικό δωμάτιο που μοιράζονταν οι δύο άντρες στα διαμερίσματα των υπηρετών, πασχίζοντας να κάνουν σχέδια υπερπήδησης αυτών των εμποδίων. Κι ήταν αυτά τα σχέδια που έκαναν στην πραγματικότητα τον Ματ να ιδρώνει.

Στην πρώτη κιόλας από αυτές τις συναντήσεις, τη νύχτα που έφυγε η Τάυλιν, ο Μπέσλαν όρμησε μέσα ψάχνοντας τον Θομ, έτσι είπε τουλάχιστον. Δυστυχώς, πρώτα κρυφάκουσε λίγο από την πόρτα, και το αυτί του πήρε αρκετά πράγματα, τα οποία οι άλλοι δεν μπορούσαν επ’ ουδενί να καλύψουν με μια ψεύτικη ιστορία. Το χειρότερο ήταν πως ήθελε να συμμετάσχει. Έφθασε στο σημείο να τους πει πώς να κάνουν το όλο εγχείρημα.

«Εξέγερση», είπε καθισμένος οκλαδόν πάνω στο τρίποδο σκαμνάκι, ανάμεσα στα δύο στενά κρεβάτια. Ένας νιπτήρας, μια θρυμματισμένη λευκή κανάτα κι ένα μπολ ήταν όλα κι όλα τα υπάρχοντα του δωματίου, στο οποίο δεν υπήρχε καθρέφτης. Ο Τζούιλιν, ντυμένος με τα εσώρουχα, καθόταν στην άκρη ενός κρεβατιού με μια αδιευκρίνιστη έκφραση στο πρόσωπό του, ενώ ο Θομ είχε τεντώσει το κορμί του στο άλλο κρεβάτι, περιεργαζόμενος βλοσυρά τις αρθρώσεις των δακτύλων του. Ο δε Ματ έγερνε πάνω στην πόρτα, για να εμποδίσει οποιονδήποτε άλλον να μπει απρόσκλητος. Δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να κλάψει. Ήταν προφανές πως ο Θομ ήταν ενήμερος όλον αυτόν τον καιρό γι’ αυτή την τρέλα και γι’ αυτό προσπαθούσε να καλμάρει τα πράγματα. «Ο κόσμος θα εξεγερθεί μόλις δώσω το σύνθημα», συνέχισε ο Μπέσλαν. «Οι φίλοι μου κι εγώ έχουμε μιλήσει με πολύ κόσμο στην πόλη. Είναι έτοιμοι για μάχη!»

Αναστενάζοντας, ο Ματ βόλεψε το βάρος του στο καλό του πόδι. Υποψιαζόταν πως, μόλις ο Μπέσλαν έδινε το σύνθημα, οι μόνοι που θα εξεγείρονταν θα ήταν ο ίδιος κι οι φίλοι του. Οι περισσότεροι άνθρωποι ήταν πιο πρόθυμοι να μιλούν για μάχες παρά να πολεμούν, ειδικά εναντίον στρατιωτών. «Μπέσλαν, στις αφηγήσεις των βάρδων, οι ιπποκόμοι με τις τσουγκράνες κι οι φουρνάρηδες με τις κροκάλες νικούν ολόκληρους στρατούς, επειδή θέλουν να αποκτήσουν την ελευθερία τους». Ο Θομ ρουθούνισε τόσο έντονα, που το μεγάλο άσπρο μουστάκι του αναδεύτηκε. Ο Ματ τον αγνόησε. «Στην αληθινή ζωή όμως, οι ιπποκόμοι κι οι φουρνάρηδες σκοτώνονται. Αναγνωρίζω από μακριά τους καλούς στρατιώτες όταν τους δω, κι οι Σωντσάν είναι πράγματι πολύ καλοί στρατιώτες».