«Αν ελευθερώσουμε τις νταμέην μαζί με τις Άες Σεντάι, θα πολεμήσουν στο πλευρό μας!» επέμεινε ο Μπέσλαν.
«Στη σοφίτα πρέπει να υπάρχουν πάνω από διακόσιες νταμέην, Μπέσλαν, κι οι περισσότερες είναι Σωντσάν. Ελευθέρωσέ τες, και να με πάρει και να με σηκώσει, αν δεν ψάξουν αμέσως να βρουν σουλ’ντάμ. Μα το Φως, δεν μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη ούτε καν σε γυναίκες που δεν είναι Σωντσάν!» Ο Ματ σήκωσε το χέρι του, για να προλάβει τη διαμαρτυρία του Μπέσλαν. «Δεν υπάρχει τρόπος αλλά ούτε και χρόνος να ανακαλύψουμε ποιους μπορούμε να εμπιστευόμαστε. Ακόμα κι αν τα καταφέρναμε, θα έπρεπε να ξεκάνουμε τους υπόλοιπους, κι εγώ δεν σκοπεύω να σκοτώσω μια γυναίκα που το μοναδικό της έγκλημα είναι ότι την έχουν δεμένη με λουρί. Εσύ θα το έκανες;» Ο Μπέσλαν κοίταξε αλλού, μα το σαγόνι του σφίχτηκε. Ωστόσο, δεν το έβαλε κάτω.
«Άσχετα από το αν θα ελευθερώσουμε ή όχι μια νταμέην», συνέχισε ο Ματ, «αν ο κόσμος εξεγερθεί, οι Σωντσάν θα μετατρέψουν το Έμπου Νταρ σε σφαγείο. Εφαρμόζουν σκληρούς τρόπους για να καταπνίξουν τις εξεγέρσεις, Μπέσλαν. Πολύ σκληρούς! Ακόμα κι αν σκοτώσουμε κάθε νταμέην που υπάρχει στη σοφίτα, θα φέρουν κι άλλες από τους καταυλισμούς. Όταν επιστρέψει η μητέρα σου, θα βρει ερείπια εντός των τειχών και το κεφάλι σου να διακοσμεί τα εξωτερικά τείχη. Σύντομα, και το δικό της κεφάλι θα κάνει παρέα στο δικό σου. Δεν περιμένεις, φυσικά, να πιστέψουν ότι δεν είχε ιδέα τι σχεδίαζε ο γιος της, έτσι;» Μα το Φως, λες να μην ήξερε τίποτα; Η γυναίκα είχε αρκετό θάρρος για να προσπαθήσει, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν πίστευε ότι ήταν ανόητη, ωστόσο...
«Μας θεωρεί ποντίκια», είπε πικρά ο Μπέσλαν. «Όταν περνούν τα κυνηγόσκυλα, τα ποντίκια λουφάζουν, ειδάλλως τρώγονται», ανέφερε κατά λέξη τα λόγια της. «Δεν μου αρέσει να είμαι ποντίκι, Ματ».
Ο Ματ ξεφύσηξε κάπως πιο άνετα. «Καλύτερα να είσαι ζωντανό ποντίκι παρά νεκρό, Μπέσλαν». Δεν ήταν ό,τι πιο διπλωματικό μπορούσε να πει —άλλωστε, ο Μπέσλαν έκανε μια γκριμάτσα στο άκουσμα των λόγων του— αλλά ήταν αλήθεια.
Παρότρυνε τον Μπέσλαν να έρχεται στις συναντήσεις, έστω για να τον έχει κάπως υπό τον έλεγχό του, αλλά εκείνος σπανίως εμφανιζόταν, οπότε ο κλήρος έπεσε στον Θομ να καλμάρει όσο ήταν δυνατόν τον ενθουσιασμό του άντρα. Το καλύτερο που κατάφερε ήταν να κάνει τον Μπέσλαν να υποσχεθεί ότι δεν θα ξεσήκωνε κανέναν μέχρι να περάσει ένας μήνας από το φευγιό τους, έτσι ώστε να σιγουρευτούν για την ασφάλειά τους. Ο Μπέσλαν συμφώνησε, αλλά δεν φάνηκε πολύ ικανοποιημένος. Ένιωθε πως έκανε ένα βήμα μπρος και δύο πίσω κι ότι σύντομα θα έπεφτε σε παγίδα.
Η αγαπητικιά του Τζούιλιν τον κρατούσε στο χέρι. Για χάρη της, δεν θα είχε πρόβλημα να βγάλει τα ρούχα των Δακρυνών και να τα αντικαταστήσει με τη λευκοπράσινη λιβρέα των υπηρετών, ή να χάσει τον ύπνο του καθαρίζοντας επί δύο νύχτες το πάτωμα, όχι πολύ μακριά από τις σκάλες που οδηγούσαν στις τρώγλες. Κανείς δεν έριχνε δεύτερη ματιά σε έναν υπηρέτη που κρατούσε σκούπα, ούτε καν οι άλλοι υπηρέτες. Στο Παλάτι Τάρασιν υπήρχαν αρκετοί που δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, κι αν έβλεπαν έναν άντρα με λιβρέα να κρατά σκούπα, μάλλον θα νόμιζαν ότι τη χρησιμοποιεί. Ο Τζούιλιν πέρασε δύο ολόκληρες μέρες σκουπίζοντας, και τελικά ανέφερε πως το πρώτο πράγμα που έκαναν πρωί-πρωί οι σουλ’ντάμ ήταν να επιθεωρήσουν τις τρώγλες, κάτι που έκαναν και με το που άρχιζε να νυχτώνει, κι ότι στο ενδιάμεσο μπορούσαν να βρίσκονται οπουδήποτε, αλλά το βράδυ άφηναν μόνες τους τις νταμέην.
«Κάπου πήρε το αυτί μου μια σουλ’ντάμ να λέει πως πολύ χαιρόταν που δεν βρισκόταν έξω, στον καταυλισμό, όπου...» Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος φαρδιά πλατιά πάνω στο στρώμα του, ο Τζούιλιν έκανε μια παύση για να χασμουρηθεί, τοποθετώντας την ανοικτή του παλάμη μπροστά στο στόμα του. Ο Θομ καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, οπότε το μόνο ελεύθερο κάθισμα που έμενε για τον Ματ ήταν το σκαμνάκι. Καλύτερα να στεκόταν όρθιος, τρόπος του λέγειν. Ο πιο πολύς κόσμος θα κοιμόταν αυτή την ώρα. «...Όπου θα έπρεπε να κάνει σκοπιά κάποιες νύχτες», συνέχισε ο ληστοκυνηγός μόλις συνήλθε από τα χασμουρητά. «Ευτυχώς, είπε, που άφηναν τις νταμέην να κοιμούνται όλη νύχτα, για να είναι φρέσκες οι ίδιες το πρωί».
«Άρα, πρέπει να κινηθούμε νύχτα», μουρμούρισε ο Θομ, ψηλαφώντας το μακρόστενο λευκό μουστάκι του. Δεν χρειαζόταν να προσθέσει πως ό,τι κινούνταν τη νύχτα, τραβούσε την προσοχή. Οι Σωντσάν περιπολούσαν τους δρόμους νυχτιάτικα, κάτι που δεν έκανε ποτέ η Αστική Φρουρά, η οποία ήταν και κάπως επιρρεπής σε λαδώματα, γι’ αυτό κι οι Σωντσάν τη διέλυσαν. Τις επόμενες νύχτες ήταν πολύ πιθανό να συναπαντήσουν στους δρόμους τους Φρουρούς του Θανάτου, κι όποιος προσπαθούσε να τους δωροδοκήσει, ίσως να μην την έβγαζε καθαρή για να περάσει από δίκη.