«Μήπως βρήκες κανένα α’ντάμ, Τζούιλιν;» ρώτησε ο Ματ. «Κανένα φόρεμα; Ίσως είναι πιο εύκολο να βρεις φόρεμα παρά α’ντάμ».
Ο Τζούιλιν χασμουρήθηκε ξανά. «Θα βρω κάποια στιγμή. Αυτά δεν τα αφήνουν εκτεθειμένα στον καθένα, ξέρεις».
Ο Θομ αναλήφθηκε πως ήταν μάλλον αδύνατον να περάσει έτσι απλά μια νταμέην μέσα από την πύλη. Ή, μάλλον, όπως παραδέχτηκε κι ο ίδιος, η Ρισέλ το είχε αντιληφθεί. Φαίνεται πως κάποιος υψηλόβαθμος αξιωματικός, που έμενε στην Περιπλανώμενη Γυναίκα, κελάηδησε κάποια πράγματα που κίνησαν το ενδιαφέρον της γυναίκας.
«Όποιος ανήκει στη Γενιά μπορεί να βγάλει μια νταμέην χωρίς να τον ρωτήσει κανείς τίποτα», είπε ο Θομ στην επόμενη συνάντησή τους. Αυτή τη φορά, και αυτός και ο Τζούιλιν κάθονταν στα κρεβάτια τους κι ο Ματ είχε αρχίσει να σιχαίνεται εκείνο το σκαμνάκι. «Ή, εν πάση περιπτώσει, να του κάνουν ελάχιστες ερωτήσεις. Μια σουλ’ντάμ, όμως, χρειάζεται διαταγή υπογεγραμμένη και σφραγισμένη από κάποιον που ανήκει στη Γενιά ή είναι υψηλόβαθμος αξιωματικός ή ντερ’σουλ’ντάμ. Οι φρουροί στις πύλες και στις αποβάθρες έχουν λίστες με όλες τις σφραγίδες της πόλης, οπότε δεν γίνεται να φτιάξω εγώ μια δικιά μου και να περιμένω πως θα τη δεχτούν. Χρειάζομαι ένα αντίτυπο με την ανάλογη σειρά αδειών και με τις σωστές σφραγίδες. Η επόμενη ερώτηση, λοιπόν, είναι, ποιες θα είναι οι τρεις δικές μας σουλ’ντάμ;»
«Η Ρισέλ θα μπορούσε να είναι η μία», πρότεινε ο Ματ. Η γυναίκα δεν είχε ιδέα τι σκόπευαν να κάνουν, και θα ήταν μάλλον ρίσκο να της πουν. Ο Θομ τής είχε κάνει κάθε είδους ερώτηση, λες κι ήθελε να μάθει πώς είναι η ζωή κάτω από την εξουσία των Σωντσάν, κι εκείνη ρωτούσε χαρούμενη έναν Σωντσάν φίλο της , αλλά δεν θα ήταν και τόσο χαρούμενη, αν ήξερε ότι το κεφάλι της μπορούσε να βρεθεί καρφωμένο σε πάσσαλο. Θα μπορούσε να κάνει κάτι χειρότερο από το να πει όχι. «Τι γίνεται με την αγαπητικιά σου, Τζούιλιν;» Είχε κάποια υπ’ όψιν του για την τρίτη υποψήφια. Είχε ζητήσει από τον Τζούιλιν να βρει ένα φόρεμα που να ταιριάζει στη Σετάλε Ανάν, αν και δεν υπήρχε λόγος να της το φορέσει ακόμα. Όταν ο Τζούιλιν πήγε στην κουζίνα, ο Ματ επέστρεψε στην Περιπλανώμενη Γυναίκα, για να βεβαιωθεί πως η γυναίκα καταλάβαινε πως είχε βάλει τα δυνατά του, κάτι που όμως δεν έγινε, οπότε η Κυρά Ανάν ανέλαβε να καταπραΰνει τον θυμό της Άες Σεντάι πριν η τελευταία βάλει τις φωνές. Ήταν η τέλεια σουλ’ντάμ για την Τζολίνε.
Ο Τζούιλιν ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα; σαν να ένιωθε άβολα. «Δυσκολεύτηκα πολύ να πείσω τη Θίρα να φύγει μαζί μου. Είναι κάπως... άτολμη. Μπορώ να τη βοηθήσω να το ξεπεράσει —το ξέρω— αλλά δεν νομίζω πως είναι ικανή να προσποιηθεί τη σουλ’ντάμ».
Ο Θομ τράβηξε ελαφρά τα μουστάκια του. «Η Ρισέλ είναι κάπως απίθανο να φύγει, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Φαίνεται να της αρέσουν τα τραγούδια του Λαβαροφόρου Στρατηγού κι Άρχοντα Γιαμάντα, και μάλλον πήρε την απόφαση να τον παντρευτεί». Αναστέναξε περίλυπος. «Φοβάμαι πως δεν θα ψαρέψουμε άλλες πληροφορίες απ’ αυτό το πηγάδι». Επιπλέον, ο ίδιος δεν θα χρησιμοποιούσε ποτέ ξανά το στήθος της για μαξιλάρι, αυτό μαρτυρούσε η έκφραση που είχε πάρει. «Λοιπόν, σκεφτείτε εσείς οι δύο ποιον μπορούμε να ρωτήσουμε και κοιτάξτε αν μπορείτε να ξετρυπώσετε κανένα αντίτυπο με τις διαταγές».
Ο Θομ κατόρθωσε να βρει το κατάλληλο μελάνι και χαρτί, κι ήταν έτοιμος να μιμηθεί τη γραφή και τη βούλα οποιουδήποτε. Περιφρονούσε τις βούλες. Ο καθένας μπορούσε να τις αντιγράψει με ένα γογγύλι κι ένα μαχαίρι, έτσι έλεγε. Το να πετύχεις όμως τον γραφικό χαρακτήρα ενός ανθρώπου, έτσι ώστε να νομίζει ότι το έγραψε ο ίδιος, ήταν τέχνη. Κανείς τους όμως δεν κατόρθωσε να βρει ένα αντίγραφο με τις διαταγές, που να έχει την απαραίτητη βούλα. Όπως και με το α’ντάμ, οι Σωντσάν δεν άφηναν τις διαταγές όπου κι όπου. Ούτε ο Τζούιλιν έκανε μεγάλες προόδους με το θέμα του α’ντάμ. Ένα βήμα μπρος, δύο πίσω. Πέρασαν έξι μέρες κι έμεναν άλλες τέσσερις. Ο Ματ είχε την εντύπωση πως είχαν περάσει έξι χρόνια από την αναχώρηση της Τάυλιν κι ότι έμεναν τέσσερις ώρες πριν από την επιστροφή της.
Την έβδομη μέρα, ο Θομ σταμάτησε τον Ματ στον διάδρομο μόλις ο τελευταίος είχε επιστρέψει από τη βόλτα του. Χαμογελώντας, λες και συμμετείχε σε αργόσχολη ψιλοκουβέντα, ο πάλαι ποτέ βάρδος μιλούσε χαμηλόφωνα. Οι υπηρέτες που τους προσπερνούσαν δεν άκουγαν τίποτα παραπάνω από ένα απλό μουρμουρητό. «Σύμφωνα με τον Νόαλ, το γκόλαμ χτύπησε ξανά χθες το βράδυ. Διέταξαν τους Αναζητητές να βρουν τον δολοφόνο, ακόμα κι αν χρειαστεί να πάψουν να τρώνε και να κοιμούνται, αν και δεν κατάφερα να ανακαλύψω ποιος έδωσε τη διαταγή. Ακόμα και το γεγονός ότι διατάχθηκαν να κάνουν κάτι, μοιάζει μυστικό. Πάντως, προετοιμάζονται κι ήδη ακονίζουν τα μαχαίρια τους».