«Έχεις την εντύπωση πως θα μπορούσα να μείνω για πολύ σε ένα μέρος που συμπεριφέρονται στις γυναίκες σαν να είναι ζώα, επειδή έχουν την ικανότητα της διαβίβασης;» τον ρώτησε απαιτητικά, βαδίζοντας κορδωμένη προς το μέρος του, μέχρι που στάθηκε προκλητικά απέναντί του. «Νομίζεις πως θα άφηνα την οικογένειά μου σε ένα τέτοιο μέρος;» Αν τα μάτια της είχαν αγριοκοιτάξει την Τζολίνε, έβγαζαν φλόγες στον Ματ. Η αλήθεια ήταν πως ο Ματ δεν είχε αναλογιστεί πως μπορεί να του έκανε μια τέτοια ερώτηση. Σίγουρα θα του άρεσε να δει ελεύθερη την νταμέην, αλλά γιατί άραγε είχε τόση σημασία για την ίδια; Κι όμως, θα πρέπει να είχε. Το χέρι της γλίστρησε στη λαβή του μακρόστενου γυριστού εγχειριδίου, που ήταν σφηνωμένο πίσω από τη ζώνη της, χαϊδεύοντάς το. Οι Εμπουνταρινές δεν ανέχονταν προσβολές, κι η γυναίκα ήταν Εμπουνταρινή μέχρι το κόκαλο. «Άρχισα να διαπραγματεύομαι την πώληση της Περιπλανώμενης Γυναίκας δύο μέρες αφότου έφθασαν οι Σωντσάν, μόλις αντιλήφθηκα με τι είδους ανθρώπους είχα να κάνω. Έπρεπε να είχα παραδώσει τα πάντα στη Λάιντελ Έλονιντ πριν από μέρες, αλλά κρατήθηκα, γιατί η Λάιντελ σίγουρα δεν θα περίμενε να βρει μια Άες Σεντάι στο υπόγειο. Μόλις είσαι έτοιμος να φύγεις, θα παραδώσω τα κλειδιά και θα σε ακολουθήσω. Η Λάιντελ ανυπομονεί», πρόσθεσε εμφατικά, κοιτώντας την Τζολίνε πάνω από τον ώμο της.
Και το χρυσάφι του; ήθελε να ρωτήσει αγανακτισμένος. Θα τον άφηνε η Λάιντελ να το πάρει, ξέροντας ότι υπήρχε ένα τόσο μεγάλο κελεπούρι κάτω από το πάτωμα της κουζίνας της; Πάντως, ο λόγος που ένιωθε έναν κόμπο στον λαιμό ήταν άλλος. Ξαφνικά, φαντάστηκε τον εαυτό του να προχωράει καβάλα, μαζί με ολόκληρη την οικογένεια της Κυράς Ανάν, στην οποία θα συμπεριλαμβάνονταν οι νυμφευμένοι γιοι και θυγατέρες μαζί με τα παιδιά, καθώς και μερικές θείες, θείοι, και ξαδέλφια, κάμποσοι από δαύτους, μερικές δεκάδες ίσως. Μπορεί η ίδια να καταγόταν από κάπου αλλού, αλλά ο σύζυγός της είχε συγγένειες σε ολόκληρη την πόλη. Ο Μπλάερικ τον χτύπησε στον ώμο τόσο δυνατά, που ταρακουνήθηκε.
Γύμνωσε τα δόντια του, ελπίζοντας πως ο Σιναρανός θα ερμήνευε την έκφρασή του ως ευχαριστήριο χαμόγελο. Ο Μπλάερικ παρέμενε πάντα ανέκφραστος. Καταραμένοι Πρόμαχοι! Καταραμένες Άες Σεντάι! Καταραμένοι πανδοχείς!
«Κυρά Ανάν», είπε προσεκτικά, «η έξοδός μας από το Έμπου Νταρ, όπως την εννοώ εγώ, δεν αφήνει χώρο για τόσο πολύ κόσμο». Δεν της είχε μιλήσει ακόμα για τον θίασο του Λούκα, μια κι υπήρχε περίπτωση να μην κατάφερνε να πείσει τον άντρα, τελικά. Άσε που όσο περισσότεροι ήταν αυτοί που έπρεπε να πείσει τον Λούκα να πάρει μαζί του, τόσο πιο δύσκολο γινόταν το εγχείρημα. «Γύρνα πίσω μόλις βγούμε από την πόλη. Αν πρέπει σώνει και καλά να φύγεις, πάρε μια ψαρόβαρκα του άντρα σου. Πάντως, θα σου πρότεινα να περιμένεις λίγες μέρες, ίσως καμιά βδομάδα. Όταν οι Σωντσάν ανακαλύψουν ότι λείπουν δύο νταμέην, θα ελέγχουν όποιον πάει να βγει εκτός πόλεως».
«Δύο, είπες;» παρενέβη απότομα η Τζολίνε. «Η Τέσλυν και ποια άλλη;»
Ο Ματ μόρφασε. Δεν είχε σκοπό να προβεί σε αποκαλύψεις. Η Τζολίνε ένιωθε ταπεινωμένη κι ευερέθιστη, κι είχε γίνει πεισματάρα και κακομαθημένη, αυτές ήταν οι λέξεις που αμέσως ξεπήδησαν στο μυαλό του. Οτιδήποτε θα την έκανε να σκεφτεί πως το εγχείρημα ήταν δύσκολο και με μεγάλες πιθανότητες αποτυχίας, ίσως αποδεικνυόταν αρκετό για να την κάνει να βάλει σε εφαρμογή κανένα θεοπάλαβο σχέδιο δικής της έμπνευσης, που αναμφίβολα θα κατάστρεφε ολοκληρωτικά τα δικά του σχέδια. Σίγουρα θα τη συλλάμβαναν αν έκανε του κεφαλιού της, κι αυτή θα πολεμούσε. Κι από τη στιγμή που οι Σωντσάν συνειδητοποιούσαν πως κυκλοφορούσε μια Άες Σεντάι στην πόλη, και μάλιστα κάτω από τη μύτη τους, θα ενέτειναν τις έρευνές τους για τη μαράθ’νταμέην, θα αύξαιναν τις περιπολίες στους δρόμους κατά πολύ περισσότερο απ’ ότι είχαν κάνει ήδη ψάχνοντας τον «παρανοϊκό δολοφόνο», και το χειρότερο απ’ όλα ήταν πως η έξοδος από τις πύλες θα δυσκόλευε κι άλλο.
«Η Εντεσίνα Αζέντιν», είπε κάπως απρόθυμα. «Δεν γνωρίζω τίποτα παραπάνω γι’ αυτήν».
«Η Εντεσίνα», είπε αργά η Τζολίνε. Ένα ελαφρύ συνοφρύωμα χάραξε το γαλήνιο μέτωπό της. «Άκουσα πως...» Ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε ακούσει, έκλεισε ερμητικά τα χείλη της και τον κάρφωσε με ένα μανιασμένο βλέμμα. «Κρατούν κι άλλες αδελφές; Αν ελευθερωθεί η Τέσλυν, δεν πρόκειται να αφήσω στα χέρια τους καμία άλλη αδελφή!»