Выбрать главу

Οι πιάστρες ήταν απλό ζήτημα, το δε βραχιόλι ακόμα πιο εύκολο. Το θέμα ήταν να πιέσει τα κατάλληλα σημεία, από πάνω κι από κάτω, κι όχι την ανάποδη μεριά του λουριού. Μπορούσε να γίνει και με το ένα χέρι. Το βραχιόλι άνοιξε με έναν κοφτό και μεταλλικό ήχο. Το κολάρο ήταν κάπως πιο ζόρικο, κι απαιτούσε τη χρήση και των δύο χεριών. Ο Ματ τοποθέτησε τα δάχτυλά του στα κατάλληλα σημεία, στην κάθε πλευρά της ένωσης με το λουρί, και πίεσε. Κατόπιν, το έστριψε και τράβηξε εξακολουθώντας να πιέζει. Απ’ όσο μπορούσε να δει, δεν έγινε τίποτα, μέχρι που έστριψε και τις δυο πλευρές από την άλλη μεριά κι αυτές χωρίστηκαν ακριβώς δίπλα από το λουρί, με έναν μεταλλικό ήχο εντονότερο από αυτόν που παρήγαγε το βραχιόλι. Απλούστατο. Βέβαια, στο Παλάτι έσπαγε το κεφάλι του σχεδόν μία ώρα μέχρι να βρει τι έπρεπε να κάνει, ακόμα και με τη βοήθεια του Τζούιλιν. Ωστόσο, εδώ κανείς δεν τον επαίνεσε. Ούτε καν τον κοίταξαν σαν να είχε κάνει κάτι αδύνατον γι’ αυτούς!

Τοποθετώντας σφικτά το βραχιόλι γύρω από τον καρπό της, η Σετάλε τύλιξε τους βρόχους του λουριού γύρω από το μπράτσο της και κράτησε ψηλά το ανοικτό κολάρο. Η Τζολίνε το κοιτούσε με αηδία, και τα χέρια της είχαν γίνει γροθιές που άδραχναν τη φούστα της.

«Θέλεις να δραπετεύσεις;» τη ρώτησε ήρεμα η πανδοχέας.

Μια στιγμή αργότερα, η Τζολίνε ίσιωσε το κορμί της κι ανασήκωσε το πηγούνι της. Η Σετάλε έκλεισε το κολάρο γύρω από τον λαιμό της Άες Σεντάι, κι ακούστηκε ο ίδιος κοφτός ήχος, όπως κι όταν είχε ανοιχτεί. Ίσως ο Ματ έκανε λάθος ως προς το μέγεθος. Της ταίριαζε γάντι πάνω από το ψηλόλαιμο φόρεμά της. Το στόμα της Τζολίνε συσπάστηκε, αλλά ο Ματ μπορούσε να διαισθανθεί σχεδόν τον Μπλάερικ και τον Φεν να σφίγγονται πίσω του. Κράτησε την ανάσα του.

Πλάι-πλάι, οι δύο γυναίκες έκαναν ένα μικρό βήμα μπροστά, προσπερνώντας τον Ματ, κι εκείνος ξεφύσηξε ανακουφισμένος. Η Τζολίνε κοιτούσε γύρω της βλοσυρή, γεμάτη αβεβαιότητα. Κατόπιν, έκαναν άλλο ένα βήμα.

Με μια κραυγή, η Άες Σεντάι έπεσε στο πάτωμα κι άρχισε να τινάζεται από την αγωνία. Της ήταν αδύνατον να μιλήσει και το μόνο που έκανε ήταν να βογκάει όλο και πιο δυνατά. Κουλουριάστηκε, ενώ τα μπράτσα της, τα πόδια, ακόμα και τα δάχτυλά της, άρχισαν να συσπώνται και να στραβώνουν σε περίεργες γωνίες.

Η Σετάλε έπεσε στα γόνατα μόλις η Τζολίνε άγγιξε το δάπεδο, απλώνοντας τα χέρια της προς το κολάρο, αλλά δεν ήταν πιο γρήγορη από τον Μπλάερικ και τον Φεν, μολονότι οι πράξεις τους φάνταζαν κάπως αλλόκοτες. Ο Μπλάερικ γονάτισε, ανασήκωσε το κεφάλι της Τζολίνε, που ολοφυρόταν, και τη στήριξε πάνω στο στήθος του, ενώ συγχρόνως μάλαζε τον λαιμό της. Ο Φεν μάλαζε τα μπράτσα της με τα δάχτυλά του. Το κολάρο άνοιξε κι η Σετάλε έπεσε προς τα πίσω, αλλά η Τζολίνε εξακολουθούσε να τινάζεται και να κλαψουρίζει, ενώ οι Πρόμαχοι της συνέχιζαν να μαλάζουν το κορμί της, λες και προσπαθούσαν να την ανακουφίσουν από κράμπες. Έριχναν παγερά βλέμματα προς τη μεριά του Ματ, λες κι έφταιγε εκείνος.

Καταλαβαίνοντας πως τα σχέδιά του είχαν πάει στον βρόντο, ο Ματ δεν τους έριξε ούτε ματιά. Δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει τώρα, ούτε καν από πού να αρχίσει. Η Τάυλιν ίσως επέστρεφε σε δύο μέρες, και το μόνο σίγουρο ήταν πως ο ίδιος έπρεπε να φύγει πριν από την επιστροφή της.

Περνώντας ξυστά από τη Σετάλε, τη χτύπησε μαλακά στον ώμο. «Πες της ότι θα δοκιμάσουμε κάτι άλλο», μουρμούρισε. Τι, όμως; Ήταν προφανές πως χρειαζόταν μια γυναίκα με τις ικανότητες σουλ’ντάμ για να χειριστεί το α’ντάμ.

Η πανδοχέας τον έπιασε στο σκοτάδι, στη βάση της σκάλας που οδηγούσε στην κουζίνα, ενώ αυτός μάζευε το καπέλο και τον μανδύα του. Έναν γερό αλλά απλό μάλλινο χιτώνα, χωρίς στολίδια. Ναι, ο άνθρωπος δεν είχε ανάγκη τα στολίδια. Δεν του έλειπαν, ούτε αυτά ούτε εκείνες οι δαντέλες!

«Έχεις έτοιμο κάποιο εναλλακτικό σχέδιο;» τον ρώτησε. Ο Ματ δεν ξεχώριζε το πρόσωπό της στο σκοτάδι, αλλά το ασημένιο μήκος του α’ντάμ λαμπύριζε. Η γυναίκα ψηλάφιζε το μπρασελέ στον καρπό της.

«Πάντα έχω κάποιο εναλλακτικό σχέδιο», της είπε ψέματα, λύνοντας το μπρασελέ για λογαριασμό της. «Αν μη τι άλλο, ξέχνα ότι μπορεί να ρισκάρεις το κεφάλι σου. Μόλις αναλάβω εγώ την Τζολίνε, μπορείς να πας στον σύζυγό σου».

Η πανδοχέας μούγκρισε κι ο Ματ υπέθεσε ότι κατάλαβε πως δεν υπήρχε κανένα εναλλακτικό σχέδιο.

Ήθελε να αποφύγει την κοινή αίθουσα, η οποία ήταν κατάμεστη από Σωντσάν, οπότε πέρασε μέσα από την κουζίνα και βγήκε στους στάβλους κι από εκεί, μέσα από την πύλη, στην Πλατεία Μολ Χάρα. Δεν φοβόταν μήπως τον σταμπάρει κάποιος ή αναρωτηθεί κανείς γιατί βρισκόταν εκεί. Με τα ατημέλητα ρούχα που φορούσε φαίνεται πως τον περνούσαν για παραγιό, που έτρεχε να κάνει τα θελήματα της κυράς του. Πάντως, ανάμεσα στους Σωντσάν υπήρχαν τρεις σουλ’ντάμ, δύο εκ των οποίων είχαν από μία νταμέην. Άρχισε να φοβάται ότι δεν έπρεπε να βγάλει το κολάρο από την Τέσλυν και την Εντεσίνα. Απλώς, εκείνη τη στιγμή δεν είχε διάθεση να κοιτάξει μια νταμέην. Αίμα και στάχτες, είχε δώσει τον λόγο του ότι θα βοηθούσε!