Выбрать главу

Ο αδύναμος ήλιος εξακολουθούσε να είναι στο ζενίθ του, αλλά είχε αρχίσει να σηκώνεται αέρας από τη θάλασσα, γεμάτος αλάτι και μια παγερή υπόσχεση βροχής. Εκτός από έναν ουλαμό Φρουρών του Θανάτου, άνθρωποι κι όχι Ογκιρανοί, που παρήλαυνε κατά μήκος της πλατείας, όλος ο κόσμος στη Μολ Χάρα βιαζόταν να τελειώνει με τις δουλειές του πριν πιάσει βροχή. Καθώς έφτασε στη βάση του πανύψηλου και γυμνόστηθου αγάλματος της Βασίλισσας Ναριέν, αισθάνθηκε ένα χέρι να πέφτει πάνω στον ώμο του.

«Με αυτά τα αστεία ρούχα δυσκολεύτηκα να σε αναγνωρίσω, Ματ Κώθον».

Ο Ματ στράφηκε κι αντίκρισε τον ογκώδη Ιλιανό σο’τζίν που είχε δει την ημέρα που η Τζολίνε επανεμφανίστηκε στη ζωή του. Η γνωριμία δεν ήταν τόσο ευχάριστη. Ο στρογγυλοπρόσωπος τύπος έμοιαζε πράγματι αλλόκοτος, με αυτή τη γενειάδα και τα μισά μαλλιά στο κεφάλι του να λείπουν εντελώς. Φορούσε μόνο τα εσώρουχά του κι έτρεμε από το κρύο.

«Γνωριζόμαστε;» ρώτησε επιφυλακτικά ο Ματ.

Ο σθεναρός άντρας τού χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο. «Αμέ, πώς δεν γνωριζόμαστε, μα την τύχη μου. Κάποτε έκανες ένα αξέχαστο ταξίδι με το πλοίο μου, με τους Τρόλοκ και τη Σαντάρ Λογκόθ από τη μια μεριά κι από την άλλη έναν Μυρντράαλ και την Ασπρογέφυρα τυλιγμένη στις φλόγες. Μπέυλ Ντόμον, Αφέντη Κώθον. Με θυμήθηκες τώρα;»

«Σε θυμήθηκα». Κι όντως τον θυμόταν, κατά κάποιον τρόπο. Το μεγαλύτερο μέρος εκείνου του ταξιδιού παρέμενε ομιχλώδες στο μυαλό του, έτσι κουρελιασμένο που ήταν από τις τρύπες που είχαν γεμίσει οι αναμνήσεις άλλων αντρών. «Καμιά φορά πρέπει να κάτσουμε να κουβεντιάσουμε για τα παλιά, πίνοντας ζεστό αρωματικό κρασί». Κάτι που δεν θα συνέβαινε ποτέ αν παρατηρούσε πρώτος εκείνος τον Ντόμον. Ό,τι είχε παραμείνει στη μνήμη του από εκείνο το ταξίδι ήταν παράξενο και μάλλον δυσάρεστο, σαν να θυμόταν μια θανατηφόρα αρρώστια. Από μια άποψη, ήταν πράγματι άρρωστος. Άλλη μία δυσάρεστη ανάμνηση.

«Κάλλιο αργά παρά ποτέ», αποκρίθηκε ο Ντόμον, γελώντας κι απλώνοντας ένα παχουλό χέρι γύρω από τους ώμους του Ματ, αναγκάζοντάς τον να κάνει στροφή προς το μέρος της Περιπλανώμενης Γυναίκας.

Εκτός κι αν αντιδρούσε βίαια, φαίνεται πως δεν υπήρχε τρόπος να τον αποφύγει, οπότε ο Ματ πήγε μαζί του. Μια πάλη μέχρι τελικής πτώσης σίγουρα θα τραβούσε τα βλέμματα επάνω του. Άλλωστε, δεν ήταν καν σίγουρος πως θα κέρδιζε. Ο Ντόμον έδειχνε παχύς, αλλά το λίπος επικάλυπτε σκληρούς μυώνες. Έτσι κι αλλιώς, δεν θα τον έβλαπτε ένα ποτό. Ο Ντόμον δεν έκανε κάποιου είδους λαθρεμπόριο; Άσε που ίσως ήξερε τρόπους για να βγει κανείς από το Έμπου Νταρ, εκεί όπου άλλοι δεν ήξεραν τίποτα, και δεν θα ήταν δύσκολο να τους αποκαλύψει ύστερα από μια διακριτική ανάκριση. Ειδικά συνοδεία κρασιού. Στην τσέπη του πανωφοριού του Ματ υπήρχε ένα φουσκωμένο πουγκί, γεμάτο χρυσάφι, και δεν τον πείραζε να το ξοδέψει όλο, προκειμένου να μεθύσει τον άντρα. Οι μεθυσμένοι άντρες κελαηδούσαν.

Ο Ντόμον τον πέρασε βιαστικά μέσα από την κοινή αίθουσα, υποκλινόμενος δεξιά κι αριστερά προς το Γένος και τους αξιωματικούς, οι οποίοι δεν του έδιναν σχεδόν καμία σημασία, αλλά δεν μπήκε στην κουζίνα, όπου η Ένιντ πιθανότατα θα τους έλεγε να κάτσουν σε κάποιον γωνιακό πάγκο. Αντί γι’ αυτό, οδήγησε τον Ματ στη χωρίς κιγκλίδωμα σκάλα. Μέχρι που τον συνόδευσε σε ένα δωμάτιο, στην πίσω μεριά του πανδοχείου, ο Ματ υπέθετε πως έψαχνε το πανωφόρι και τον μανδύα του. Μια πλούσια φωτιά είχε φουντώσει στο τζάκι, ζεσταίνοντας τον χώρο, όμως ξαφνικά ο Ματ αισθάνθηκε ότι έκανε περισσότερο κρύο από αυτό που επικρατούσε έξω.

Κλείνοντας την πόρτα πίσω τους, ο Ντόμον στήθηκε μπροστά της με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. «Βρίσκεσαι ενώπιον της Κυβερνήτριας του Πρασίνου, της Αρχόντισσας Εγκήνιν Τάμαραθ», ανήγγειλε κάπως μονότονα, και κατόπιν συνέχισε σε πιο φυσιολογικό τόνο: «Από δω, ο Ματ Κώθον».

Ο Ματ τράβηξε το βλέμμα του από τον Ντόμον και κοίταξε την ψηλή γυναίκα, που καθόταν βαριά σε μια καρέκλα με βαθμιδωτή πλάτη. Σήμερα, το πλισαρισμένο φόρεμά της είχε απαλό κίτρινο χρώμα, κι από πάνω φορούσε έναν χιτώνα στολισμένο με κεντητά λουλούδια, αλλά ο Ματ θυμήθηκε ποια ήταν. Το χλωμό πρόσωπό της ήταν σκληρό και τα γαλανά μάτια της εξίσου αρπακτικά με της Τάυλιν, με μόνη διαφορά, όπως υπέθεσε ο Ματ, ότι η Εγκήνιν δεν είχε διάθεση για φιλιά. Τα χέρια της ήταν λεπτεπίλεπτα, αν κι οι ρόζοι επάνω τους υποδήλωναν τη σχέση της με τα ξίφη. Δεν είχε την ευκαιρία να ρωτήσει τι σήμαιναν όλα αυτά, και δεν χρειάστηκε κιόλας.