Выбрать главу

«Ο σο’τζίν μου με πληροφόρησε πως είσαι αρκετά εξοικειωμένος με τον κίνδυνο, Άρχοντα Κώθον», του είπε μόλις σταμάτησε να μιλάει ο Ντόμον. Ο αργός τρόπος ομιλίας κι η τάση βραδυγλωσσίας είχαν έναν επιτακτικό κι αυταρχικό τόνο, άλλωστε η γυναίκα ανήκε στη Γενιά. «Χρειάζομαι τέτοιους άντρες για να επανδρώσω ένα πλοίο. Πληρώνω καλά. Σε χρυσάφι, όχι ασήμι. Αν ξέρεις κι άλλους σαν κι εσένα, τους προσλαμβάνω αμέσως. Πάντως, θα πρέπει να ξέρουν να κρατούν μυστικά. Τα υπόλοιπα είναι δική μου δουλειά. Ο Μπέυλ ανέφερε δύο ακόμα ονόματα, τον Θομ Μέριλιν και τον Τζούιλιν Σάνταρ. Αν βρίσκονται εδώ, στο Έμπου Νταρ, μπορώ να εκμεταλλευτώ τις ικανότητές τους. Με γνωρίζουν, και ξέρουν καλά πως μπορούν να μου εμπιστευθούν τις ζωές τους. Κάτι που ισχύει και για εσένα, Ματ Κώθον».

Ο Ματ κάθισε στο δεύτερο κάθισμα που υπήρχε στο δωμάτιο κι έριξε πίσω τον μανδύα του. Υποτίθεται πως δεν έπρεπε να κάθεται παρουσία έστω κι ενός κατώτερου μέλους της Γενιάς —όπως υποδήλωναν τα σαν μπολ κουρεμένα μαλλιά της και τα πράσινα βερνικωμένα νύχια— αλλά έπρεπε να σκεφτεί. «Διαθέτεις πλοίο;» ρώτησε, για να κερδίσει χρόνο. Η γυναίκα άνοιξε το στόμα της θυμωμένη και πήγε να πει κάτι. Υποτίθεται πως οι ερωτήσεις προς τα μέλη της Γενιάς έπρεπε να διατυπώνονται κομψά.

Ο Ντόμον μούγκρισε και κούνησε το κεφάλι του. Για μια στιγμή, η γυναίκα φάνηκε ακόμα πιο θυμωμένη, αλλά κατόπιν το αυστηρό της πρόσωπο χαλάρωσε. Βέβαια, το βλέμμα της Εγκήνιν εξακολουθούσε να είναι καρφωμένο σαν τρυπάνι πάνω στον Ματ. Σηκώθηκε και στάθηκε απέναντί του, με τα πόδια ανοιχτά και τις γροθιές ακουμπισμένες στους γοφούς. «Θα διαθέτω πλεούμενο προς το τέλος της άνοιξης το αργότερο, μόλις φέρω το χρυσάφι μου από το Κάντοριν», αποκρίθηκε με παγερή φωνή.

Ο Ματ αναστέναξε. Πράγματι, δεν υπήρχε η παραμικρή περίπτωση να πάρει μαζί του μια Άες Σεντάι σε ένα πλοίο που κάτοχός του ήταν μια Σωντσάν. «Από πού γνωρίζεις τον Θομ και τον Τζούιλιν;» Ίσως ο Ντόμον της είχε μιλήσει για τον Θομ, αλλά, μα το Φως, τον Τζούιλιν πού τον ήξερε;

«Πολλά ρωτάς», του απάντησε με σταθερή φωνή και στράφηκε αλλού. «Τελικά, φοβάμαι πως δεν έχεις καμιά χρησιμότητα. Μπέυλ, βγάλ’ τον έξω». Αυτό το τελευταίο ακούστηκε σαν επιτακτική διαταγή.

Ο Ντόμον όμως δεν κουνήθηκε ρούπι από την είσοδο. «Πες του», την παρότρυνε. «Αργά ή γρήγορα, πρέπει να πληροφορηθεί τα πάντα, ειδάλλως θα βρεθείς απέναντι σε μεγαλύτερο κίνδυνο από αυτόν που αντιμετωπίζεις τώρα. Πες του». Παραήταν αεράτος για σο’τζίν. Οι Σωντσάν υποστήριζαν ότι η ιδιοκτησία έπρεπε να κινείται εντός περιορισμένου πλαισίου, κάτι που έλεγαν ότι ίσχυε για όλους. Η Εγκήνιν, ωστόσο, μάλλον δεν ήταν ούτε κατά το ένα τέταρτο σκληροτράχηλη απ’ όσο έδειχνε.

Τη συγκεκριμένη στιγμή, πάντως, φάνταζε εξαιρετικά σκληροτράχηλη, έτσι όπως ίσιωνε με απότομες κινήσεις τη φούστα της, πηγαίνοντας πάνω-κάτω και ρίχνοντας άγριες ματιές τόσο στον Ντόμον όσο και στον Ματ. Τελικά, έμεινε ακίνητη. «Τους πρόσφερα μια μικρή υποστήριξη στο Τάντσικο», είπε, και πρόσθεσε ένα λεπτό αργότερα: «Σ’ αυτούς και στις δύο γυναίκες που ήταν μαζί τους, την Ηλαίην Τράκαντ και τη Νυνάβε αλ’Μεάρα». Τα μάτια της εστιάστηκαν έντονα επάνω του, θέλοντας να δει κατά πόσον τα ονόματα του έλεγαν κάτι.

Ο Ματ αισθάνθηκε ένα σφίξιμο στο στήθος. Δεν ήταν ακριβώς πόνος, περισσότερο κάτι σαν άγχος, λες και παρακολουθούσε ιπποδρομίες κι αμφέβαλλε αν το άλογο στο οποίο είχε στοιχηματίσει θα περνούσε πρώτο τη γραμμή. Τι στο Φως έκαναν στο Τάντσικο η Ηλαίην με τη Νυνάβε, και μάλιστα παίρνοντας αναγκαία βοήθεια από μια Σωντσάν; Τα στόματα του Θομ και του Τζούιλιν ήταν ερμητικά κλειστά, σαν στρείδια, αναφορικά με τις λεπτομέρειες. Ωστόσο, δεν ήταν αυτό το θέμα. Η Εγκήνιν ήθελε άντρες που μπορούσαν να κρατήσουν τα μυστικά της, κι αψηφούσαν τον κίνδυνο. Άλλωστε, κινδύνευε κι η ίδια. Ο μόνος κίνδυνος για κάποιον που ανήκε στη Γενιά ήταν κάποιος άλλος της Γενιάς, και... «Σε καταδιώκουν οι Αναζητητές», της είπε.

Ο τρόπος που τίναξε το κεφάλι της ήταν αρκετή επιβεβαίωση και το χέρι της απλώθηκε στα πλευρά της, λες κι ήταν έτοιμη να τραβήξει ξίφος. Ο Ντόμον μετακινήθηκε κάπως, λυγίζοντας τα τεράστια χέρια του και κοιτώντας τον Ματ κατάματα. Ξαφνικά, η ματιά του είχε γίνει πιο σκληρή από της Εγκήνιν. Ο παχύς άντρας δεν φάνταζε πια αστείος αλλά επικίνδυνος. Εξίσου ξαφνικά, ο Ματ συνειδητοποίησε πως μπορεί να μην έβγαινε ζωντανός από αυτό το δωμάτιο.

«Αν θέλεις να μη σε βρουν οι Αναζητητές, μπορώ να σε βοηθήσω», της είπε γρήγορα. «Θα πρέπει να πας σε μέρος που δεν ελέγχουν οι Σωντσάν. Οπουδήποτε αλλού, οι Αναζητητές μπορούν να σε ξετρυπώσουν. Και μάλιστα, καλύτερα να κινηθείς το γρηγορότερο. Σημασία έχει να μη σε βρουν πρώτοι οι Αναζητητές, και το χρυσάφι μπορεί να περιμένει. Ο Θομ μού είπε πως δραστηριοποιούνται κι είναι υπ’ ατμόν».