Η Εγκήνιν έμεινε ακίνητη για λίγο, κοιτώντας τον. Τελικά, αντάλλαξε για κάμποση ώρα ματιές με τον Ντόμον. «Ίσως είναι καλή ιδέα να φύγουμε το γρηγορότερο», είπε ξεφυσώντας, κι ο τόνος της φωνής της σταθεροποιήθηκε. Η ανησυχία, που είχε διαγραφεί φευγαλέα στο πρόσωπό της, χάθηκε στη στιγμή. «Πιστεύω πως οι Αναζητητές δεν θα με εμποδίσουν να εγκαταλείψω την πόλη, αλλά νομίζουν ότι μπορούν να με ακολουθήσουν, για να βρουν κάτι που θεωρούν σημαντικότερο κι από εμένα. Θα με ακολουθήσουν και, μέχρι να φύγω από τις περιοχές που ήδη κατέχουν οι Ρυαγκέλ, θα καλέσουν τους στρατιώτες να με συλλάβουν, πράγμα που θα κάνουν μόλις αποφασίσουν πως κατευθύνομαι σε απάτητα μέρη. Κι εκεί είναι που θα χρειαστώ την τέχνη του φίλου σου, του Θομ Μέριλιν, Άρχοντα Κώθον. Στο ενδιάμεσο της απόστασης, πρέπει να χαθώ από το οπτικό πεδίο των Αναζητητών. Μπορεί να μην έχω ακόμα το χρυσάφι από το Κάντοριν, αλλά διαθέτω αρκετό για να ανταμείψω πλουσιοπάροχα τη βοήθειά σου. Να είσαι βέβαιος γι’ αυτό».
«Λέγε με Ματ», της είπε, χαρίζοντάς της το καλύτερο του χαμόγελο. Ακόμα κι η πιο σκληροτράχηλη γυναίκα μαλάκωνε όταν έβλεπε αυτό το χαμόγελο. Δηλαδή, η συγκεκριμένη δεν μαλάκωσε ακριβώς —αν μη τι άλλο, συνοφρυώθηκε κάπως— αλλά αν υπήρχε ένα πράγμα που ήξερε καλά ότι έπιανε με τις γυναίκες, ήταν τα χαμόγελα που τους χάριζε. «Ξέρω πώς να σε κάνω να εξαφανιστείς αμέσως. Δεν είναι ανάγκη να περιμένουμε, ξέρεις, Οι Αναζητητές μπορεί να αποφασίσουν να σε συλλάβουν αύριο κιόλας». Τα λόγια του έφεραν αποτέλεσμα. Η γυναίκα δεν δείλιασε —ο Ματ υποπτευόταν πως ελάχιστα πράγματα θα την έκαναν να δειλιάσει— και του ένευσε καταφατικά. «Κάτι ακόμα, Εγκήνιν». Αυτό μπορεί και να του έσκαγε στα μούτρα, σαν τα βεγγαλικά της Αλούντρα, αλλά δεν δίστασε. Υπάρχουν φορές που δεν έχεις άλλη επιλογή από το να ρίξεις το ζάρι. «Δεν χρειάζομαι χρυσάφι, αλλά τρεις σουλ’ντάμ που θα κρατήσουν το στόμα τους κλειστό. Μπορείς να μου τις βρεις;»
Έπειτα από ένα λεπτό, που του φάνηκε αιώνας, η γυναίκα ένευσε καταφατικά, κι ο Ματ χαμογέλασε ικανοποιημένος. Είχε κάνει το πρώτο βήμα.
«Ο Ντόμον», είπε ο Θομ με επίπεδη φωνή, δαγκώνοντας την άκρη της πίπας που κρατούσε με τα δόντια του. Ήταν ξαπλωμένος, έχοντας ένα λεπτό μαξιλάρι διπλωμένο κάτω από το κεφάλι του, κι έμοιαζε να μελετά την αδιόρατη γαλάζια αχλή που αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα του, δίχως παράθυρα, δωματίου. Ο μοναδικός φανός εξέπεμπε ένα ακανόνιστο φως. «Κι η Εγκήνιν».
«Η οποία ανήκει στη Γενιά πλέον». Καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού του, ο Τζούιλιν κοίταξε τα αποκαΐδια στη γέμιση της πίπας του. «Δεν είμαι σίγουρος αν μου αρέσει αυτό».
«Υπονοείς πως δεν μπορούμε να τους εμπιστευθούμε;» ρώτησε απαιτητικά ο Ματ, στουπώνοντας απρόσεχτα το ταμπάκ του με τον αντίχειρα. Το τράβηξε έξω ξεστομίζοντας μια ήπια βρισιά κι έβαλε το δάχτυλο στο στόμα του για να το βυζάξει και να καταπραΰνει το κάψιμο. Οι επιλογές του, για άλλη μια φορά, ήταν να καθίσει στο σκαμνί ή όρθιος, αλλά για πρώτη φορά το σκαμνί δεν τον ενοχλούσε διόλου. Οι απογευματινές δοσοληψίες με την Εγκήνιν είχαν κρατήσει ελάχιστα, αλλά ο Θομ βρισκόταν εκτός Παλατιού μέχρι να βραδιάσει, ενώ ο Τζούιλιν έκανε την εμφάνιση του αρκετά αργότερα. Κανείς από τους δύο δεν φαινόταν ιδιαίτερα ευχαριστημένος με τα νέα του Ματ, παρ’ όλο που εκείνος περίμενε το αντίθετο. Ο Θομ είχε αναστενάξει με ανακούφιση που είδε τελικά μία από τις αποδεκτές σφραγίδες, αλλά το βλέμμα του Τζούιλιν γινόταν βλοσυρό όποτε κοιτούσε το μάτσο, σε μια γωνία του δωματίου, εκεί όπου το είχε πετάξει. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να συνεχίσει, μια και δεν χρειαζόταν πλέον το φόρεμα μιας σουλ’ντάμ. «Σου λέω και πάλι, τα έχουν κάνει επάνω τους από τότε που αναφέρθηκαν οι Αναζητητές», είπε ο Ματ μόλις έπαψε να τον καίει ο αντίχειρας του. Εντάξει, μπορεί να μην τα είχαν κάνει επάνω τους, αλλά σίγουρα είχαν φοβηθεί αρκετά. «Μπορεί η Εγκήνιν να ανήκει στη Γενιά, αλλά δεν αντέδρασε διόλου όταν της είπα τι ακριβώς ήθελα από μια σουλ’ντάμ. Απλώς μου είπε πως ήξερε τρεις ικανές γι’ αυτή τη δουλειά κι ότι θα τις είχε έτοιμες έως αύριο».
«Τίμια γυναίκα αυτή η Εγκήνιν», αναπόλησε ο Θομ. Κάθε λίγο και λιγάκι, έκανε μια παύση για να δημιουργήσει ένα δαχτυλίδι καπνού. «Όντως, είναι λίγο παράξενο, αλλά από την άλλη μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για Σωντσάν. Νομίζω πως ακόμα κι η Νυνάβε τη συμπαθεί, όπως κι η Ηλαίην. Άλλωστε, κι αυτή ανταποδίδει τη συμπάθεια των δύο γυναικών, έστω κι αν είναι Άες Σεντάι, όπως πιστεύει. Ήταν πολύ χρήσιμη στο Τάντσικο. Πολύ χρήσιμη. Κάτι παραπάνω από επιτήδεια, θα έλεγα. Πολύ θα ήθελα να μάθω πώς κατάφερε να ανελιχθεί στη Γενιά, αλλά, ναι, πιστεύω πως μπορούμε να εμπιστευθούμε την Εγκήνιν, όπως και τον Ντόμον. Ενδιαφέρων τύπος».