Выбрать главу

«Ο Νέριμ κι εγώ θα βγάλουμε τον Όλβερ από την έξοδο απορριμμάτων, στο πίσω τμήμα του Παλατιού», ανήγγειλε ο Λόπιν με υπερβάλλουσα υπομονή και με τα χέρια τοποθετημένα στη μέση. Οι υπηρέτες ενός παλατιού σπανίως παρέλειπαν γεύματα, και το σκούρο πανωφόρι του, χαρακτηριστικό των Δακρυνών, έσφιγγε περισσότερο από κάθε άλλη φορά τη στρογγυλή κοιλιά του. Επιπλέον, το κάτω μέρος του πανωφοριού δεν φάνταζε τόσο φαρδύ όσο άλλοτε. «Μέχρι να φύγει το απόγευμα το κάρο με τα απορρίμματα, δεν υπάρχει κανείς εκεί εκτός από τους φρουρούς, κι αυτοί είναι συνηθισμένοι να μας βλέπουν να βγάζουμε έξω τα πράγματα του Άρχοντά μου, οπότε δεν θα μας πουν τίποτα. Στην Περιπλανώμενη Γυναίκα θα ασφαλίσουμε το χρυσάφι του Άρχοντα και τις υπόλοιπες φορεσιές του. Ο Μέτγουιν, ο Φέργκιν κι ο Γκόρντεραν θα μας συναντήσουν με τα άλογα. Μαζί με τους Κοκκινόχερους θα πάρουμε τον νεαρό Όλβερ και θα τον βγάλουμε από την Πύλη Νταλ Έιρα, γύρω στο απόγευμα. Έχω στην τσέπη μου τα κουπόνια της λοταρίας για τα άλογα, συμπεριλαμβανομένων των υποζυγίων, Άρχοντά μου. Υπάρχει ένα εγκαταλελειμμένος στάβλος στον Μεγάλο Βορεινό Δρόμο, περίπου ένα μίλι βόρεια της Τροχιάς του Ουρανού, όπου θα περιμένουμε μέχρι να έρθει ο Άρχοντάς μου. Να υποθέσω πως κατάλαβα σωστά τις οδηγίες του Άρχοντά μου;»

Ο Ματ κατάπιε το τελευταίο κομμάτι τυριού και σκούπισε τα χέρια του. «Έχεις την εντύπωση πως θα σε αναγκάζω να το επαναλαμβάνεις συχνά αυτό;» είπε, φορώντας το πανωφόρι του. Ήταν απλό και βαθυπράσινο, ό,τι έπρεπε για τις δουλειές μιας μέρας σαν κι αυτή. «Ήθελα να βεβαιωθώ πως τις εμπέδωσες. Να θυμάσαι, αν δεν συναντηθούμε αύριο πριν από την ανατολή, συνέχισε την πορεία σου μέχρι να βρεις τον Ταλμέηνς και την Ομάδα». Ο συναγερμός θα δινόταν με την πρωινή επιθεώρηση των τρωγλών, κι αν δεν είχε καταφέρει να βγει εκτός πόλεως μέχρι τότε, θα μάθαινε από πρώτο χέρι κατά πόσον η τύχη του ήταν αρκετή για να σταματήσει το τσεκούρι του δήμιου. Του είχαν πει ότι το πεπρωμένο του ήταν να πεθάνει και να ζήσει ξανά —κάτι σαν προφητεία— αλλά ήταν σχεδόν σίγουρος πως αυτό είχε ήδη συμβεί.

«Βεβαίως, Άρχοντά μου», είπε ευγενικά ο Λόπιν. «Θα γίνει όπως επιθυμείς».

«Ασφαλώς, Άρχοντά μου», μουρμούρισε κι ο Νέριμ, με τόνο νεκρικό όπως πάντα. «Ο Άρχοντας προστάζει κι εμείς υπακούμε».

Ο Ματ είχε την εντύπωση ότι του έλεγαν ψέματα, αλλά δυο-τρεις μέρες αναμονής δεν θα τους έκαναν κακό, και μέχρι τότε θα έπρεπε να φροντίσουν να μην επιστρέψει. Εν ανάγκη, θα τους έπειθαν ο Μέτγουιν κι οι άλλοι δύο στρατιώτες. Οι τρεις τους μπορεί να ακολουθούσαν τον Ματ Κώθον, αλλά δεν ήταν αρκετά τρελοί για να ριψοκινδυνέψουν το κεφάλι τους αν το δικό του είχε ήδη κοπεί. Για κάποιο λόγο, δεν είχε την ίδια σιγουριά για τον Λόπιν και τον Νέριμ.

Ο Όλβερ δεν ήταν και τόσο αναστατωμένος όσο φοβόταν ο Ματ στην προοπτική να αφήσει τη Ρισέλ. Ανακίνησε το θέμα την ώρα που βοηθούσε το αγόρι να αμπαλάρει τα υπάρχοντά του, για να τα πάει στο πανδοχείο. Όλα του τα πράγματα ήταν απλωμένα και συγυρισμένα πάνω στο στενό κρεβάτι του μελαγχολικού δωματίου, ένα μικρό καθιστικό που κάποτε ανήκε στον Ματ.

«Θα παντρευτεί, Ματ», είπε υπομονετικά ο Όλβερ, λες κι απευθυνόταν σε κάποιον που δεν έβλεπε το προφανές. Άνοιξε ένα μικρό, στενό σκαλιστό κουτί, που του είχε δωρίσει η Ρισέλ, ίσα-ίσα για να βεβαιωθεί πως το φτερό του κόκκινου γερακιού που περιείχε ήταν ασφαλές, κι έπειτα το έκλεισε με μια απότομη κίνηση και το τακτοποίησε στο πέτσινο δισάκι που κουβαλούσε στους ώμους του. Το φτερό το είχε σαν τα μάτια του, όπως και το πουγκί με τα είκοσι χρυσά νομίσματα και τον ασημί σβώλο. «Δεν νομίζω πως θα άρεσε στον άντρα της αν εκείνη συνέχιζε να μου κάνει μαθήματα ανάγνωσης. Αν ήμουν εγώ ο σύζυγός της, σίγουρα δεν θα μου άρεσε».

«Ω», είπε ο Ματ. Από τη στιγμή που η Ρισέλ έπαιρνε τις αποφάσεις της, ενεργούσε γρήγορα. Ο γάμος της με τον Λαβαροφόρο Στρατηγό Γιαμάντα είχε ανακοινωθεί χθες δημοσίως και θα λάμβανε χώρα αύριο, αν και, σύμφωνα με το έθιμο, μεσολαβούσε συνήθως μια αναμονή λίγων μηνών. Ο Γιαμάντα μπορεί να ήταν καλός στρατηγός —ο Ματ δεν ήταν σίγουρος— αλλά δεν είχε καμία τύχη απέναντι στη Ρισέλ και σε αυτό το μεγαλειώδες στήθος. Σήμερα, είχαν πάει να δουν έναν αμπελώνα στους Λόφους του Ρίανον, που της είχε αγοράσει ο γαμπρός ως γαμήλιο δώρο. «Απλώς, σκέφτηκα μήπως... να... μήπως ήθελες να την πάρουμε μαζί μας».

«Δεν είμαι παιδί, Ματ», είπε ξερά ο Όλβερ. Δίπλωσε το λινό ύφασμα γύρω από τη ραβδωτή του μπλούζα, που έμοιαζε με καβούκι χελώνας, και το τοποθέτησε στο δισάκι. «Θα παίξεις μαζί μου Φίδια κι Αλεπούδες, έτσι; Στη Ρισέλ άρεσε πολύ να παίζει, κι εσύ δεν είχες χρόνο πια». Παρά τα ρούχα που στοίβαζε ο Ματ σε έναν μανδύα, ο οποίος προοριζόταν για το καλάθι των άπλυτων, το αγόρι είχε ένα εφεδρικό παντελόνι, όπως επίσης και μερικές καθαρές πουκαμίσες και κάλτσες στο δισάκι. Και, φυσικά, το παιχνίδι Φίδια κι Αλεπούδες, που είχε επινοήσει για χάρη του ο νεκρός πατέρας του. Ήταν λιγότερο πιθανό να χάσεις όσα κουβαλούσες επάνω σου, κι ο Όλβερ είχε ήδη χάσει περισσότερα μέσα σε δέκα χρόνια απ’ ό,τι οι πιο πολλοί άνθρωποι μέσα σε μια ολόκληρη ζωή. Όμως, εξακολουθούσε να πιστεύει πως μπορούσες να κερδίσεις στο Φίδια κι Αλεπούδες χωρίς να παραβείς τους κανόνες.