Выбрать главу

Η σουλ’ντάμ που βόλταρε μαζί με την νταμέην, διαγράφοντας επίσης κύκλους στην αυλή των στάβλων, γνώριζε ότι θα έφευγε σύντομα. Μπορεί οι υπηρέτριες να μη μιλούσαν απ’ ευθείας στις Σωντσάν, αλλά αυτό που γνώριζε μία γυναίκα ήταν ήδη γνωστό σε οποιαδήποτε άλλη σε απόσταση ενός μιλίου. Ούτε η πυρκαγιά δεν εξαπλώνεται τόσο γοργά στο ξερό δάσος όσο το γυναικείο κουτσομπολιό. Μια ψηλή χρυσομαλλούσα σουλ’ντάμ έριξε μια ματιά προς το μέρος του και κούνησε το κεφάλι της. Μια άλλη σουλ’ντάμ, κοντόχοντρη αλλά γεροδεμένη, γέλασε δυνατά, και τα χείλη της έμοιαζαν σαν να χωρίζουν ένα πρόσωπο εξίσου μελαψό με οποιασδήποτε Θαλασσινής. Ο Ματ δεν ήταν παρά το Παιχνιδάκι της Τάυλιν.

Μπορεί να μην τον ενδιέφεραν οι σουλ’ντάμ, τον ενδιέφερε όμως η Τέσλυν. Επί κάμποσες μέρες, μέχρι σήμερα το πρωί, δεν την είχε δει ανάμεσα στις εκπαιδευόμενες νταμέην. Σήμερα, οι σουλ’ντάμ άφηναν τους μανδύες τους να ανεμίζουν στην πνοή του αγέρα, αλλά οι νταμέην κρατούσαν τους δικούς τους σφικτά πάνω στα κορμιά τους, εκτός από τον γκρίζο μανδύα της Τέσλυν που πλατάγιζε από δω κι από κει, ξεχασμένος, ενώ η ίδια σκόνταφτε λιγάκι στα σημεία που το λιθόστρωτο γινόταν κάπως ακανόνιστο. Τα μάτια της, πάνω σε αυτό το χαρακτηριστικό πρόσωπο της Άες Σεντάι, ήταν γουρλωμένα κι ανήσυχα. Περιστασιακά, έριχνε μια ματιά στην αφράτη μαυρομάλλα σουλ’ντάμ, που κρατούσε την άλλη άκρη του ασημένιου λουριού της, κι έγλειφε τα χείλη της γεμάτη αβεβαιότητα.

Ο Ματ ένιωσε ένα σφίξιμο στο στομάχι. Τι είχε απογίνει όλη εκείνη η αποφασιστικότητα; Αν ήταν έτοιμη να υποκύψει...

«Όλα εντάξει;» είπε ο Βάνιν, μόλις ξεπέζεψε ο Ματ, δίνοντάς του τα γκέμια του Πιπς. Είχαν αρχίσει να πέφτουν βαριές, παγερές βροχοσταγόνες, κι οι σουλ’ντάμ έσπευδαν να μπουν μέσα μαζί με τις υποτακτικές τους, γελώντας και τρέχοντας για να μη βραχούν. Κάποιες από τις νταμέην γελούσαν επίσης, κι ο ήχος του γέλιου τους πάγωνε το αίμα του Ματ. Ο Βάνιν δεν ρίσκαρε να τους δει κανείς και να αναρωτηθεί γιατί στέκονταν μέσα στη βροχή και μιλούσαν. Ο εύσαρκος άντρας έσκυψε για να ανασηκώσει το αριστερό μπροστινό πόδι του Πιπς και να εξετάσει την οπλή του. «Φαίνεσαι λίγο πιο ταλαιπωρημένος απ’ ό,τι συνήθως».

«Μια χαρά είμαι», του αποκρίθηκε ο Ματ. Ο πόνος στο πόδι του και στον γοφό έμοιαζε να τον δαγκώνει, αλλά δεν έδινε πολλή σημασία, ούτε σε αυτόν ούτε στην ολοένα αυξανόμενη βροχή. Μα το Φως, αν η Τέσλυν έσπαγε τώρα... «Θυμήσου. Αν εσύ κι ο Χάρναν ακούσετε απόψε φασαρία στο εσωτερικό του Παλατιού ή οτιδήποτε ακούγεται σαν καβγάς, μην περιμένετε. Φύγετε και ψάξτε να βρείτε τον Όλβερ. Θα είναι...»

«Ξέρω πού θα είναι το παλιόπαιδο». Ο Βάνιν άφησε το πόδι του Πιπς, τεντώθηκε κι έφτυσε μέσα από ένα κενό στα δόντια του. Βροχοσταγόνες κύλησαν στο πρόσωπό του. «Ο Χάρμαν δεν είναι τόσο ηλίθιος για να ριψοκινδυνεύσει μοναχός του, κι εγώ ξέρω καλά τι πρέπει να κάνω. Εσύ απλώς φρόντισε τον εαυτό σου και βεβαιώσου πως η τύχη σου εξακολουθεί να δουλεύει. Έλα, αγόρι μου», πρόσθεσε με ζέση, απευθυνόμενος στον Πιπς. «Σου έχω να φας νόστιμη βρώμη. Εγώ θα προτιμήσω τη λιχουδιά ενός βραστού ψαριού».

Ο Ματ ήξερε ότι έπρεπε να φάει κι αυτός, αλλά αισθανόταν λες κι είχε καταπιεί πέτρα, κάτι που δεν άφηνε χώρο για φαγητό στο στομάχι του. Προχωρώντας κούτσα-κούτσα προς τα διαμερίσματα της Τάυλιν, πέταξε τον μουσκεμένο μανδύα του πάνω σε μια καρέκλα κι απέμεινε να κοιτάζει για λίγο στη γωνία, εκεί όπου το ακόντιο με τη σκούρα λαβή έγερνε πλάι στο άχορδο τόξο του. Σχεδίαζε να επιστρέψει για το ασανταρέι την τελευταία στιγμή. Τα μέλη της Γενιάς, όπως κι οι υπηρέτες, θα είχαν πέσει στα κρεβάτια τους όταν θα έκανε την κίνηση του, και μόνο οι εξωτερικοί φρουροί θα ήταν ξύπνιοι, αλλά δεν ρίσκαρε να τον δουν να το κουβαλάει πριν από την ώρα του. Ακόμα κι οι Σωντσάν που τον αποκαλούσαν Παιχνιδάκι θα τον πρόσεχαν αν κουβαλούσε ένα όπλο στους διαδρόμους νυχτιάτικα. Σκόπευε να πάρει μαζί του και το τόξο. Ήταν σχεδόν αδύνατον να βρει μαύρα έλατα καλής ποιότητας εκτός των Δύο Ποταμών, άσε που τα πιο πολλά τα έκοβαν όταν ήταν ακόμα μικρά. Ένα άχορδο τόξο ήταν περίπου δύο παλάμες ψηλότερο από τον άντρα που το κουβαλούσε. Ίσως, τελικά, έπρεπε να το αφήσει πίσω. Θα χρειαζόταν και τα δυο του χέρια για να χειριστεί το ασανταρέι, αν έφταναν έως εκεί τα πράγματα, κι η στιγμή που θα έριχνε το τόξο, ίσως να ήταν κι η στιγμή του θανάτου του.