Выбрать главу

«Όλα θα πάνε σύμφωνα με το σχέδιο», είπε δυνατά. Αίμα και στάχτες, ακουγόταν εξίσου ξεροκέφαλος με τον Μπέσλαν! «Δεν πρόκειται να δώσω μάχη για να βγω από το καταραμένο Παλάτι!» Ναι, σχεδόν τον συναγωνιζόταν σε ηλιθιότητα. Η τύχη ήταν κάτι πολύτιμο για να το παίζεις στα ζάρια. Υπήρχαν μέρη όπου η εξάρτησή σου από την τύχη μπορούσε να σε σκοτώσει.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι με το ένα παπουτσωμένο του πόδι πάνω στο άλλο κι απέμεινε να περιεργάζεται το τόξο και το δόρυ. Μια κι η πόρτα του καθιστικού ήταν ανοικτή, άκουγε τον μαλακό χτύπο του κυλινδρικού ρολογιού που σήμαινε κάθε ώρα. Μα το Φως, απόψε είχε μεγάλη ανάγκη την τύχη του.

Το φως από το παράθυρο χανόταν με τόσο αργό ρυθμό, που ο Ματ έκανε να σηκωθεί, για να δει αν ο ήλιος είχε ακινητοποιηθεί, αλλά σταδιακά η γκριζάδα έδωσε τη θέση της στο πορφυρό λυκόφως, κι αυτό με τη σειρά του στο απόλυτο σκοτάδι. Το ρολόι χτύπησε μελωδικά δύο φορές, κι οι μόνοι ήχοι που απέμειναν να ακούγονται ήταν ο ρυθμικός χτύπος της βροχής κι ο ορμητικός αέρας. Οι εργάτες, που με τόση γενναιότητα αντιμετώπιζαν τον καιρό, άφηναν κάτω τα εργαλεία τους κι έπαιρναν τον δρόμο για το σπίτι. Κανείς δεν φάνηκε για να ανάψει τους φανούς ή να φροντίσει τις πυρές. Κανείς δεν περίμενε από τον Ματ να βρίσκεται εκεί, μια και την προηγούμενη νύχτα είχε κοιμηθεί στο κρεβάτι. Οι φλόγες στο τζάκι της κρεβατοκάμαρας τρεμοέσβησαν και χάθηκαν. Όλα άρχισαν να κινούνται τώρα. Ο Όλβερ ήταν βολεμένος σ’ εκείνον τον παλιό στάβλο, ο οποίος διατηρούοε ακόμα το μεγαλύτερο μέρος της οροφής του. Το ρολόι ήχησε την πρώτη νυχτερινή ώρα και τέσσερις φορές για τη δεύτερη, κάτι που είχε να συμβεί πάνω από μία βδομάδα.

Σηκώθηκε από το κρεβάτι, προχώρησε ψηλαφητά στο απόλυτο σκοτάδι του καθιστικού κι άνοιξε τους μεντεσέδες στο πλαίσιο ενός ψηλού παραθύρου. Ο δυνατός άνεμος έστειλε σταγόνες βροχής μέσα από το περίτεχνο παραβάν από λευκό, σφυρήλατο σίδερο, μουσκεύοντας αμέσως το πανωφόρι του. Η σελήνη ήταν κρυμμένη πίσω από τα σύννεφα, κι η πόλη έμοιαζε με σκοτεινή μάζα από γκρίζα συννεφιά, την οποία δεν χάραζε ούτε μια αστραπή. Όλοι οι φανοί του δρόμου είχαν σβήσει, εξαιτίας της βροχής και του ανέμου προφανώς, και το σκοτάδι της νύχτας ήταν αρκετό για να τους κρύψει όταν θα άφηναν το Παλάτι. Ο καιρός αυτός θα εμπόδιζε τον εντοπισμό τους από οποιαδήποτε περίπολο. Αναρριγώντας, καθώς ο άνεμος διαπερνούσε τον μουσκεμένο του μανδύα, ο Ματ έκλεισε τα παραθυρόφυλλα.

Κάθισε στην άκρη ενός καθίσματος από σκαλιστό μπαμπού, ακούμπησε τους αγκώνες του στα γόνατα κι απέμεινε να παρακολουθεί το ρολόι, πάνω από το νεκρό τζάκι. Δεν μπορούσε να το διακρίνει στο σκοτάδι, αλλά από αυτή τη θέση άκουγε ξεκάθαρα τον ρυθμικό του χτύπο. Έμεινε ακίνητος, αν κι ο αρμονικός ήχος άλλης μίας ώρας τον έκανε να ανασκιρτήσει. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο, παρά μόνο να περιμένει. Σε λίγο, η Εγκήνιν θα σύστηνε την Τζολίνε στη σουλ’ντάμ της. Αν, δηλαδή, ήταν όντως ικανή να βρει άλλες τρεις κατάλληλες, όπως ισχυριζόταν, κι αν η Τζολίνε δεν πανικοβαλλόταν όταν θα τοποθετούσαν επάνω της το α’ντάμ. Ο Θομ, η Τζολίνε κι οι υπόλοιποι του πανδοχείου θα τον συναντούσαν λίγο πριν φτάσει στην Νταλ Έιρα. Αλλά, ακόμη κι αν δεν έφτανε, ο Θομ είχε φανεί προνοητικός. Ήταν σίγουρος πως μπορούσε να τους περάσει από τις πύλες χρησιμοποιώντας την πλαστογραφημένη διαταγή. Αν μη τι άλλο, σε περίπτωση που όλο το σχέδιο κατέρρεε, είχαν μια καλή ευκαιρία. Ωστόσο, ήταν πια πολύ αργά για να κάθεται να σκέφτεται όλα αυτά τα «αν» κι «εφ’ όσον».

Ντινγκ. Ο κουδουνιστός ήχος του ρολογιού ακούστηκε σαν κρύσταλλο που το χτυπάς με κουτάλι. Ντινγκ. Εκείνη περίπου τη στιγμή, ο Τζούιλιν θα προσπαθούσε να φτάσει στην πολυαγαπημένη του Θίρα και, με λίγη τύχη, ο Μπέσλαν θα ξεκινούσε το πιοτό σε κάποιο πανδοχείο. Παίρνοντας βαθιά ανάσα, έμεινε μέσα στη μαυρίλα, ελέγχοντας με την αφή τα μαχαίρια που είχε κρυμμένα στα μανίκια του, στο εσωτερικό του πανωφοριού του και τοποθετημένα στην αναποδογυρισμένη φόδρα από τις μπότες του, ενώ ένα από δαύτα κρεμόταν προς τα κάτω, στο εσωτερικό του πίσω μέρους του κολάρου του. Αφού ήλεγξε τα πάντα, έφυγε από τα διαμερίσματα. Είχε φτάσει η ώρα της δράσης. Ήταν πια αργά για οτιδήποτε άλλο.

Προχωρούσε κατά μήκος άδειων κι αμυδρά φωτισμένων διαδρόμων. Ένας στους τρεις ή τέσσερις όρθιους φανούς αντανακλούσε τις φλόγες του μπροστά στους καθρέφτες, μικρές λίμνες φωτός με αχνές σκιές στο ενδιάμεσο, που ελάχιστα άγγιζαν το σκοτάδι. Ο ήχος από τις μπότες του ήταν έντονος πάνω στο κεραμικό του δαπέδου και στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Δεν ήταν πολύ πιθανό να είναι κανείς ξύπνιος τόσο αργά, αλλά, σε περίπτωση που γινόταν αντιληπτός, δεν έπρεπε να δώσει την εντύπωση ότι το έσκαγε. Έβαλε τους αντίχειρες του πίσω από τη ζώνη του και προσποιήθηκε ότι απλώς έκανε βόλτα. Δεν ήταν χειρότερο από το να βουτήξεις μια πίτα από το περβάζι της κουζίνας. Αν και, τώρα που το σκεφτόταν, οι σκόρπιες αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας τον πληροφορούσαν ότι, μια-δυο φορές που είχε συμβεί κάτι τέτοιο, κόντεψαν να τον γδάρουν ζωντανό.