«Δεν έχει νόημα να στεκόμαστε εδώ», είπε ο Ματ. «Ας τελειώνουμε». Άφησε ασχολίαστες τις αλλαγές των σχεδίων. Σε τελική ανάλυση, έτσι όπως ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, στα διαμερίσματα της Τάυλιν, είχε αποφασίσει να ρισκάρει κι ο ίδιος μια-δυο αλλαγές.
31
Ό,τι είπε το Άελφιν
Η Σωντσάν αριστοκράτισσα εξέφρασε την έκπληξή της, ίσως και τον θυμό της, όταν ο Ματ τη συνόδευσε προς τις τρώγλες. Η Σέτα κι η Ρέννα, φυσικά, γνώριζαν τον δρόμο κι υποτίθεται πως ο ίδιος έπρεπε να πάρει τον μανδύα κι οτιδήποτε άλλο από τα υπάρχοντά του σκόπευε να κουβαλήσει μαζί του. Οι δύο σουλ’ντάμ τους ακολουθούσαν μέσα από τους αχνά φωτισμένους διαδρόμους, με τους μανδύες κρεμασμένους προς τα πίσω και τα κεφάλια σκυφτά. Ο Ντόμον ερχόταν ξοπίσω τους, μοιάζοντας περισσότερο με βοσκό που καθοδηγούσε τις δύο γυναίκες. Η πλεξούδα που κρεμόταν από την άκρη του κεφαλιού του κουνιόταν πέρα-δώθε, καθώς το βλέμμα του πεταγόταν κάθε λίγο και λιγάκι στις διασταυρώσεις των διαδρόμων, ενώ μερικές φορές ψηλάφιζε τη μέση του, λες και περίμενε να βρει εκεί ένα ξίφος ή κάποιο ρόπαλο. Εκτός από τους ίδιους, οι στολισμένοι με κρεμαστά χαλιά διάδρομοι ήταν σιωπηλοί και γαλήνιοι.
«Έχω μια μικρή αγγαρεία εκεί πάνω», είπε στην Εγκήνιν ο Ματ όσο πιο αδιάφορα μπορούσε, και της χαμογέλασε. «Μην ενοχλείσαι. Δεν θα μου πάρει ούτε ένα λεπτό». Ακόμα και το καλύτερό του χαμόγελο δεν φαινόταν να την εντυπωσιάζει όσο το χθεσινό στο δωμάτιό της, στο πανδοχείο.
«Αν διανοηθείς να με καταστρέψεις...» γρύλισε απειλητικά.
«Θυμήσου ποιος τα σχεδίασε όλα αυτά», μουρμούρισε ο Ματ, κι η γυναίκα μούγκρισε. Μα το Φως, οι γυναίκες όλο νομίζουν ότι μπορούν να πάρουν τον έλεγχο με μια απλή κίνηση, και μάλιστα να τα καταφέρουν καλύτερα από τον άντρα που έχει αναλάβει τη δουλειά!
Αν μη τι άλλο, η Εγκήνιν σταμάτησε να διαμαρτύρεται. Ανέβηκαν γρήγορα στον ψηλότερο όροφο του Παλατιού, κι από εκεί στα σκοτεινά, στενά σκαλοπάτια, που οδηγούσαν στην ακατάστατη σοφίτα. Ελάχιστοι φανοί ήταν αναμμένοι, λιγότεροι από όσους υπήρχαν στους κάτω διαδρόμους, κι ο λαβύρινθος των στενών διαδρόμων ανάμεσα στα μικροσκοπικά ξύλινα δωμάτια ήταν μια μάζα ωχρών σκιών. Τίποτα δεν κινούνταν, κι ο Ματ ανάσανε κάπως πιο εύκολα. Θα ανάσαινε ακόμα ευκολότερα, αν η Ρέννα δεν αναστέναζε με προφανή ανακούφιση.
Εκείνη κι η Σέτα γνώριζαν καλά πού ακριβώς κρατούνταν οι διάφορες νταμέην και, παρ’ όλο που δεν βιάζονταν ακριβώς, φρόντιζαν να μην καθυστερούν, προχωρώντας όλο και πιο βαθιά στη σοφίτα, ίσως επειδή ο Ντόμον βρισκόταν ακόμα ξοπίσω τους, μια φιγούρα που σίγουρα δεν ενέπνεε απόλυτη εμπιστοσύνη. Εν πάση περιπτώσει, αν οι ευχές ήταν άλογα, οι ζητιάνοι θα ήταν αναβάτες. Ο άνθρωπος τα έβγαζε πέρα όπως μπορούσε, ειδικά όταν δεν είχε άλλη επιλογή.
Η Εγκήνιν τού έριξε άλλη μια σκληρή ματιά και γρύλισε ξανά, χωρίς να πει λέξη αυτή τη φορά. Κατόπιν, ακολούθησε τους υπόλοιπους, με τον μανδύα να ανεμίζει πίσω της. Ο Ματ, αντικρίζοντας την πλάτη της, μόρφασε. Έτσι όπως περπατούσε η γυναίκα, θα μπορούσε κανείς να την περάσει για άντρα αν δεν φορούσε φόρεμα.
Πράγματι είχε να κάνει μια αγγαρεία, ίσως όχι και τόσο μικρή. Όχι ότι ήθελε να την κάνει. Μα το Φως, είχε προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του να μην την κάνει! Έπρεπε, ωστόσο, είτε το ήθελε είτε όχι. Μόλις η Εγκήνιν χάθηκε πίσω από τη γωνία, ακολουθώντας τον Ντόμον και τις άλλες, ο Ματ όρμησε στο κοντινότερο δωμάτιο που θυμόταν ότι έμενε μια Θαλασσινή.
Άνοιξε αθόρυβα την απέριττη, ξύλινη πόρτα και γλίστρησε στη μαυρίλα του εσωτερικού. Η κοιμισμένη γυναίκα ροχάλιζε με έναν εκνευριστικό ήχο. Με αργές κινήσεις άρχισε να προχωράει, μέχρι που το γόνατό του σκουντούψλησε πάνω στο κρεβάτι. Ψηλάφισε γοργά το βουναλάκι κάτω από τα σκεπάσματα, μέχρι που βρήκε το κεφάλι της. Μόλις που πρόλαβε να καλύψει με την παλάμη του το στόμα της καθώς η γυναίκα ξυπνούσε απότομα.
«Θέλω να μου απαντήσεις σε μία ερώτηση», της ψιθύρισε. Αίμα και στάχτες, κι αν είχε μπει σε λάθος δωμάτιο; Τι θα γινόταν αν ετούτη εδώ δεν ήταν Ανεμοσκόπος αλλά κάποια καταραμένη Σωντσάν; «Τι θα έκανες αν αφαιρούσα το κολάρο από τον λαιμό σου;» Τράβηξε το χέρι του και κράτησε την ανάσα του.
«Αν ήταν θέλημα Φωτός, θα ελευθέρωνα τις αδελφές μου». Η χαρακτηριστική προφορά της Ανεμοσκόπου, μέσα στο σκοτάδι, τον έκανε να ξεφυσήσει ανακουφισμένος. «Φωτός θέλοντος, θα βρίσκαμε τρόπο να διασχίσουμε το λιμάνι, να φτάσουμε στο σημείο όπου κρατούν τους ανθρώπους μας και να ελευθερώσουμε όσο περισσότερους γίνεται». Η αθέατη γυναίκα εξακολουθούσε να μιλάει χαμηλόφωνα, αλλά λέξη με τη λέξη η φωνή της γινόταν όλο και πιο άγρια. «Φωτός θέλοντος, θα ανακαταλάβουμε τα πλοία και θα βγούμε ξανά στη θάλασσα. Λοιπόν! Αν πρόκειται για κανένα κόλπο, τιμώρησε με και τελείωνε, ή σκότωσε με. Έτοιμη ήμουν να παραδοθώ, να τα παρατήσω όλα, και να ζήσω για πάντα ντροπιασμένη, αλλά εσύ μου υπενθύμισες ποια είμαι και τώρα δεν πρόκειται να παραδοθώ με τίποτα. Με ακούς; Με τίποτα!»