«Κι αν σου ζητούσα να περιμένεις για τρεις ώρες;» τη ρώτησε, εξακολουθώντας να σκύβει από πάνω της. «Θυμάμαι ότι, για τους Άθα’αν Μιέρε, μία ώρα διαρκεί μόνο λίγα λεπτά». Η συγκεκριμένη ανάμνηση δεν του ανήκε, μα τώρα πια ήταν δική του. Το πέρασμα από το Αλόραλεν στην Μπαράστα με ένα πλεούμενο των Άθα’αν Μιέρε, και μια Θαλασσινή με λαμπερά μάτια, που έκλαιγε, αρνούμενη να τον ακολουθήσει στη στεριά.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε η γυναίκα ψιθυριστά.
«Λέγομαι Ματ Κώθον, αν αυτό έχει καμιά σημασία».
«Εγώ είμαι η Νεστέλε ντιν Σάκουρα Νότιο Άστρο, Ματ Κώθον». Την άκουσε να φτύνει, και κατάλαβε τι έκανε. Έφτυσε κι αυτός στην παλάμη του και τα δυο τους χέρια ενώθηκαν στο σκοτάδι. Η παλάμη της είχε κάλους, όπως κι η δικιά του, κι η λαβή της ήταν δυνατή. «Θα περιμένω», του είπε. «Θα σε θυμάμαι. Είσαι σπουδαίος και μεγαλόψυχος άνθρωπος».
«Δεν είμαι παρά ένας τζογαδόρος», της απάντησε. Το χέρι της οδήγησε το δικό του στο τμηματικό κολάρο γύρω από τον λαιμό της, κι αυτό άνοιξε με έναν μεταλλικό ήχο. Η γυναίκα ανάσανε βαθιά.
Το μόνο που είχε να κάνει ο Ματ ήταν να βάλει τα δάχτυλά της στα κατάλληλα σημεία και να της δείξει το κόλπο. Μια φορά ήταν αρκετή για να το καταλάβει, αλλά την ανάγκασε να το ανοιγοκλείσει τρεις φορές για σιγουριά. Αν ήταν να το κάνει ο ίδιος, έπρεπε να βεβαιωθεί ότι θα γινόταν σωστά. «Υπολόγισε τρεις ώρες περίπου», της υπενθύμισε.
«Περίπου», του ψιθύρισε.
Μπορεί η γυναίκα να κατέστρεφε τα πάντα, αλλά αν δεν έπαιρνε αυτός το ρίσκο, ποιος θα το έκανε; Σε τελική ανάλυση, σε αυτόν χαμογελούσε η τύχη. Μπορεί τελευταία να μην ήταν όλα τόσο ξεκάθαρα, αλλά, από την άλλη, η Εγκήνιν είχε παρουσιαστεί τη στιγμή που την είχε ανάγκη, πράγμα που σήμαινε ότι η τύχη εξακολουθούσε να ευνοεί τον Ματ Κώθον.
Γλιστρώντας εκτός δωματίου, τόσο ήσυχα όσο είχε μπει, ο Ματ έκλεισε την πόρτα και κόντεψε να του έρθει συγκοπή. Κοιτούσε την πλάτη μιας εύσωμης γκριζομάλλας, που φορούσε ένα φόρεμα με κόκκινα ορθογώνια κομμάτια υφάσματος. Λίγο πιο πέρα, στητή, στεκόταν η Εγκήνιν, όπως κι η Τέσλυν, η οποία συνδεόταν με τη Ρέννα μέσω του ασημιού α’ντάμ. Ο Ντόμον, η Σέτα κι η Εντεσίνα, την οποία δεν είχε δει ποτέ, ήταν άφαντοι. Η Εγκήνιν φάνταζε μανιασμένη, σαν λέαινα πάνω από το θύμα της, αλλά η Τέσλυν είχε γουρλώσει τα μάτια κι έτρεμε, τρομαγμένη πέρα για πέρα, ενώ το στόμα της Ρέννα συσπώνταν, λες κι από στιγμή σε στιγμή θα ξερνούσε.
Χωρίς να τολμά καν να ανασάνει, ο Ματ έκανε ένα επιφυλακτικό βήμα προς το μέρος της γκριζομάλλας, απλώνοντας τα χέρια του. Αν κατόρθωνε να την κατατροπώθει πριν ουρλιάξει, θα την έκρυβαν, αλλά... Πού; Η Σέτα κι η Ρέννα σίγουρα θα ήθελαν να τη σκοτώσουν. Άσχετα από την επιρροή που ασκούσε πάνω τους η Εγκήνιν, η γυναίκα θα τις κατονόμαζε.
Τα αυστηρά, γαλάζια μάτια της Εγκήνιν έπεσαν στιγμιαία στα δικά του, πάνω από τον ώμο της γκριζομάλλας σουλ’ντάμ, πριν καρφωθούν στο πρόσωπο της άλλης γυναίκας. «Όχι!» είπε κοφτά. «Δεν έχουμε χρόνο για αλλαγές σχεδίων τώρα. Η Υψηλή Αρχόντισσα Σούροθ λέει πως μπορώ να χρησιμοποιήσω όποια νταμέην επιθυμώ, Ντερ’σουλ’ντάμ».
«Σαφώς, Αρχόντισσά μου», αποκρίθηκε η γκριζομάλλα, κι ακουγόταν κάπως μπερδεμένη. «Απλώς, επεσήμανα το γεγονός πως η Τέσι δεν είναι επαρκώς εκπαιδευμένη. Στην πραγματικότητα, ήρθα για να τη φροντίσω. Όντως τα πάει πολύ καλά, Αρχόντισσά μου, αλλά...»
Εξακολουθώντας να κρατάει την αναπνοή του, ο Ματ οπισθοχώρησε στις μύτες των ποδιών του. Κατέβηκε τα σκοτεινά, στενά σκαλοπάτια χρησιμοποιώντας τα χέρια του πάνω στα τοιχώματα για να στηρίξει, όσο ήταν δυνατόν, το βάρος του. Δεν θυμόταν να υπάρχουν σκαλοπάτια που έτριζαν, αλλά δεν ήταν κι απίθανο. Ο άνθρωπος αναλάμβανε την ευθύνη των πράξεών του χωρίς να προκαλεί την τύχη του. Μόνο έτσι αποκτούσες μακροβιότητα, κάτι που ο ίδιος επιθυμούσε πολύ.
Στο κεφαλόσκαλο, έκανε μια στάση, για να ρουφήξει αέρα, μέχρι η καρδιά του να σταματήσει να βροντοκοπάει και να χαλαρώσει κάπως, αν και το πιθανότερο ήταν να είχε ταχυπαλμία έως αύριο. Δεν ήταν σίγουρος αν είχε πάρει ανάσα απ’ όταν είδε την γκριζομάλλα γυναίκα. Μα το Φως! Αν η Εγκήνιν πίστευε πως ήλεγχε τα πράγματα, θα την άφηνε να το πιστεύει! Φαίνεται πως είχε περάσει θηλιές γύρω από τους λαιμούς των δύο σουλ’ντάμ! Άκου, λέει, το σχέδιό της! Πάντως, είχε δίκιο ως προς το ότι δεν υπήρχε καιρός για χάσιμο. Άρχισε να τρέχει.