Выбрать главу

Έτρεχε, μέχρι που αισθάνθηκε ένα απότομο τράβηγμα στο ισχίο του, και σκόνταψε σε ένα τραπέζι διακοσμημένο με τουρκουάζ. Αρπάχτηκε από μια καλοκαιρινή ταπετσαρία για να μην πέσει, και το μετάξι με τα λαμπερά λουλούδια σκίστηκε σχεδόν στα μισά από το κίτρινο μαρμάρινο γείσο. Το ψηλό άσπρο πορσελάνινο βάζο, που ήταν τοποθετημένο στην κορυφή του τραπεζιού, αναποδογύρισε και θρυμματίστηκε στο κυανέρυθρο κεραμικό με έναν κρότο που αντήχησε σε όλη την έκταση του διαδρόμου. Κατόπιν τούτου και παρ’ όλο που κούτσαινε, ο Ματ άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Αν ερχόταν κάποιος, για να εντοπίσει από πού είχε προέλθει αυτός ο κρότος, δεν θα έβρισκε ούτε τον Ματ Κώθον να στέκεται πάνω από τα θρύψαλα, ούτε κανέναν άλλον σε απόσταση δύο διαδρόμων.

Κουτσαίνοντας στο υπόλοιπο της διαδρομής μέχρι τα διαμερίσματα της Τάυλιν, ο Ματ διέσχισε το καθιστικό και βρέθηκε στο υπνοδωμάτιο πριν αντιληφθεί ότι όλοι οι φανοί ήταν αναμμένοι. Η πυρά στο τζάκι της κρεβατοκάμαρας είχε φουντώσει ξανά με σχίζες κούτσουρου από το επιχρυσωμένο ξύλινο καλάθι. Η Τάυλιν, με τα χέρια διπλωμένα πίσω από τη μέση της, για να κουμπώσει το φόρεμά της, τον κοίταξε που έμπαινε, και συνοφρυώθηκε. Το βαθυπράσινο φόρεμα ιππασίας ήταν τσαλακωμένο. Η φωτιά σπινθήρισε κι έφτυσε έναν χείμαρρο από σπίθες ψηλά, στην καμινάδα.

«Δεν σε περίμενα από τώρα», της είπε ο Ματ, προσπαθώντας να σκεφτεί. Όλα ήταν πιθανά απόψε, αλλά δεν του είχε περάσει από το μυαλό πως η Τάυλιν ίσως επέστρεφε γρηγορότερα. Ο νους του είχε παγώσει.

«Η Σούροθ έμαθε πως ένας ολόκληρος στρατός εξαφανίστηκε στο Μουράντυ», αποκρίθηκε αργά η Τάυλιν και τεντώθηκε. Μιλούσε λες κι ο νους της ταξίδευε αλλού, κι η προσοχή της ήταν πιότερο στραμμένη στο να κοιτάει εξεταστικά τον Ματ Κώθον καρά σε όσα έλεγε. «Δεν έχω ιδέα ούτε ποιος ήταν αυτός ο στρατός, ούτε πώς είναι δυνατόν να εξαφανιστεί, αλλά η Σούροθ έκρινε πως ήταν επιτακτική ανάγκη να επιστρέψει. Τους αφήσαμε όλους πίσω κι ήρθαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσε το θηρίο να μεταφέρει τρεις γυναίκες, εμάς τις δύο κι αυτήν που το οδηγούσε, επιτάσσοντας αργότερα δύο άλογα, για να μας μεταφέρουν από την αποβάθρα. Η ίδια, αντί να έρθει εδώ, πήγε σε εκείνο το πανδοχείο, στην πλατεία, που μαζεύει όλους τους αξιωματικούς. Δεν νομίζω πως σκοπεύει να κοιμηθεί απόψε ή να αφήσει οποιονδήποτε άλλον...»

Η Τάυλιν δεν ολοκλήρωσε την πρότασή της. Γλίστρησε προς το μέρος του, αλαφροπατώντας πάνω στο χαλί, και ψηλάφισε το απλό πράσινο πανωφόρι του. «Το πρόβλημα του να έχεις στην κατοχή σου μια αλεπουδίτσα», μουρμούρισε, «είναι ότι, αργά ή γρήγορα, θυμάται ότι είναι αλεπού». Αυτά τα μεγάλα μαύρα μάτια έμοιαζαν να τον διαπερνούν. Ξαφνικά, άδραξε με το χέρι της δύο τσουλούφια από τα μαλλιά του, τράβηξε προς τα κάτω το κεφάλι του και του έδωσε ένα φιλί, που κόντεψε να τον ρίξει στο έδαφος. «Αυτό», του είπε σχεδόν απνευστί, μόλις τον άφησε, «είναι για να καταλάβεις πόσο πολύ θα μου λείψεις». Χωρίς να αλλάξει στο ελάχιστο την έκφρασή της, τον χαστούκισε τόσο δυνατά, που ο Ματ είδε αστράκια. «Κι αυτό είναι επειδή προσπάθησες να το σκάσεις όσο έλειπα». Του γύρισε την πλάτη κι έριξε τη χαίτη των κορακίσιων μαλλιών της πάνω από τον ένα της ώμο. «Μου ξεκουμπώνεις τα κουμπιά, χαριτωμένη μου αλεπουδίτσα; Φτάσαμε τόσο αργά, που αποφάσισα να μην ξυπνήσω τις υπηρέτριες, αλλά με αυτά τα νύχια είναι αδύνατον να ξεκουμπωθώ. Μια τελευταία νύχτα μαζί, κι αύριο σε ξαποστέλνω».

Ο Ματ έτριψε το μάγουλό του. Αυτή η γυναίκα θα έδινε τα πάντα για χάρη του! Αν μη τι άλλο, είχε κάνει τις σκέψεις του να ξεχύνονται ασταμάτητα μέσα στο μυαλό του. Ευτυχώς που η Σούροθ ήταν στην Περιπλανώμενη Γυναίκα κι όχι στο Παλάτι Τάρασιν, οπότε δεν θα έβλεπε πράγματα που δεν έπρεπε. Η τύχη εξακολουθούσε να τον ευνοεί. Μονάχα για τη γυναίκα που είχε μπροστά του έπρεπε να ανησυχεί. Τώρα, δεν έπρεπε να κάνει πίσω.

«Φεύγω απόψε», της είπε, βάζοντας τα χέρια του πάνω στους ώμους της. «Και παίρνω μαζί μου και δύο Άες Σεντάι από τη σοφίτα. Έλα κι εσύ μαζί μου. Θα στείλω τον Θομ και τον Τζούιλιν να βρουν τον Μπέσλαν, και...»

«Να έρθω μαζί σου;» είπε η γυναίκα δύσπιστα. Απομακρύνθηκε από κοντά του και στράφηκε να τον κοιτάξει. Το περήφανο πρόσωπό της ήταν γεμάτο καταφρόνια. «Περιστεράκι μου, δεν σκοπεύω να γίνω ούτε το παιχνιδάκι σου, ούτε καμιά πρόσφυγας. Επίσης, δεν έχω καμιά διάθεση να αφήσω την Αλτάρα σε όποιον αποφασίσουν οι Σωντσάν να με αντικαταστήσει. Δόξα στο Φως, είμαι η Βασίλισσα της Αλτάρα, και δεν εγκαταλείπω τη χώρα μου. Πράγματι σκοπεύεις να προσπαθήσεις να απελευθερώσεις τις Άες Σεντάι; Αν είναι όντως αναγκαίο, σου εύχομαι καλή επιτυχία —το ίδιο εύχομαι και για τις αδελφές— αλλά είναι εξίσου πιθανό να δούμε το κεφάλι σου παλουκωμένο σε πάσσαλο, γλύκα. Κι είναι πολύ όμορφο κεφάλι για να κοπεί και να καλυφθεί με κατράμι».