Ο Ματ προσπάθησε να την πιάσει και πάλι από τους ώμους, αλλά η γυναίκα έκανε πίσω και το διαπεραστικό της βλέμμα τον ανάγκασε να σταματήσει την προσπάθεια. Έκανε τη φωνή του να ακούγεται απεγνωσμένη. «Τάυλιν, φρόντισα να μάθουν όλοι ότι φεύγω, και μάλιστα βιαζόμουν να φύγω πριν επιστρέψεις, για να μη δώσω στους Σωντσάν την εντύπωση πως ήσουν κι εσύ ανακατεμένη, τώρα όμως...»
«Επέστρεψα και σε αιφνιδίασα», τον διέκοψε μανιασμένη, «κι εσύ με έδεσες και με εγκατέλειψες κάτω από το κρεβάτι. Όταν με βρουν το πρωί, θα είμαι πολύ θυμωμένη μαζί σου. Έξαλλη!» Χαμογέλασε, αλλά τα μάτια της έλαμπαν, παρότι ο θυμός ήταν έκδηλος, άσχετα με όσα είχε αναφέρει περί αλεπούδων και με το ότι θα τον ξαπόστελνε. «Θα σε επικηρύξω και θα πω στην Τουόν ότι μπορεί να σε αγοράσει όταν σε πιάσουν, αν εξακολουθεί να σε θέλει, φυσικά. Θα είμαι η προσωποποίηση της οργής κάποιας που ανήκει στην Υψηλή Γενιά. Θα με πιστέψουν, παπάκι μου. Ήδη έχω πει στη Σούροθ ότι σκοπεύω να ξυρίσω το κεφάλι μου».
Ο Ματ χαμογέλασε αδύναμα. Σίγουρα την πίστευε. Όντως, αν τον έπιαναν, θα τον πουλούσε. «Οι γυναίκες είναι ένας λαβύρινθος από ρείκια καταμεσής της νύχτας», έτσι έλεγε μια παλιά παροιμία, αλλά ακόμα κι αυτοί που την έβγαλαν, δεν ήξεραν τον τρόπο να βγουν από τον λαβύρινθο.
Η Τάυλιν επέμενε να επιβλέψει το δέσιμό της. Έμοιαζε, μάλιστα, κάπως περήφανη γι’ αυτό. Έπρεπε να δεθεί με λωρίδες σκισμένες από τη φούστα της, δίνοντας την εντύπωση πως τον είχε πιάσει εξαπίνης, αλλά αυτός τελικά τη δάμασε. Οι κόμποι έπρεπε να είναι σφικτοί, καθιστώντας αδύνατη τη δραπέτευση της όσο και να πάλευε, και πράγματι πάλεψε να τους λύσει μόλις δέθηκε, κάνοντας απότομες κινήσεις σαν να προσπαθούσε στ’ αλήθεια να λυθεί. Ίσως και να προσπαθούσε, μια και το στόμα της συσπάστηκε κι άφησε ένα γρύλισμα όταν απέτυχε. Οι αστράγαλοι κι οι καρποί της χρειάστηκε να δεθούν σφικτά, στο κάτω μέρος της πλάτης της, ενώ ένα λουρί συνέδεε τον λαιμό της με το ένα πόδι του κρεβατιού, ώστε να μην μπορεί να συρθεί στο πάτωμα και να βγει στον διάδρομο. Επιπλέον, ήταν αδύνατον να φωνάξει για βοήθεια. Όταν ο Ματ έσπρωξε μαλακά ένα από τα μεταξένια μαντίλια στο στόμα της και την έδεσε με ένα άλλο, εκείνη του χαμογέλασε, αν και το βλέμμα της πετούσε φλόγες. Πράγματι, ένας λαβύρινθος από ρείκια καταμεσής της νύχτας.
«Θα μου λείψεις», της είπε ήσυχα, καθώς την έσπρωχνε κάτω από το κρεβάτι. Προς μεγάλη του έκπληξη, συνειδητοποίησε πως πράγματι θα του έλειπε. Μα το Φως! Βιαστικά, μάζεψε τον μανδύα, τα γάντια και το δόρυ του κι, όπως έφευγε, έσβησε τους φανούς. Οι γυναίκες μπορούσαν με άνεση να μπλέξουν έναν άντρα σ’ αυτόν τον λαβύρινθο πριν αυτός πάρει χαμπάρι το παραμικρό.
Οι διάδρομοι παρέμεναν άδειοι και σιωπηλοί, εκτός από τον ήχο που έκαναν οι μπότες του καθώς κούτσαινε, αλλά η όποια ανακούφιση ένιωθε εξαφανίστηκε μόλις έφθασε στον προθάλαμο της αυλής των στάβλων.
Ο μοναδικός αναμμένος φανός εξακολουθούσε να ρίχνει ένα τρεμουλιαστό φως πάνω σ’ αυτές τις φανταχτερές ταπετσαρίες με τα λουλούδια, αλλά ο Τζούιλιν κι η γυναίκα του δεν ήταν εκεί, ούτε η Εγκήνιν με τους υπόλοιπους. Κανονικά, θα έπρεπε να τον περιμένουν, μια και δεν είχε καθυστερήσει ιδιαίτερα με την Τάυλιν. Πέρα από τους κολονάτους διαδρόμους, η βροχή έπεφτε τόσο καταρρακτώδης, που έμοιαζε με μαύρη κουρτίνα που έκρυβε τα πάντα. Μήπως είχαν πάει στους στάβλους; Αυτή η Εγκήνιν άλλαζε τα σχέδιά της όποτε τη βόλευε.
Μουγκρίζοντας μέσα από τα δόντια του, έριξε επάνω του τον μανδύα κι ετοιμάστηκε να πάει προς τη μεριά των στάβλων, μέσα στη νεροποντή. Είχε απαυδήσει απόψε με τις γυναίκες.
«Ώστε, πράγματι σκοπεύεις να φύγεις. Δεν μπορώ να το επιτρέψω αυτό, Παιχνιδάκι».
Αφήνοντας μια βλαστήμια, ο Ματ έκανε μια απότομη στροφή και βρέθηκε αντιμέτωπος με την Τουόν, το σκοτεινό πρόσωπο της οποίας ήταν αυστηρό πίσω από το μακρύ διάφανο πέπλο. Ο στενός κυκλίσκος που συγκρατούσε το βέλο πάνω στο ξυρισμένο της κεφάλι ήταν μια μάζα από φλογοσταγόνες και μαργαριτάρια, ωστόσο ο πλούτος ήταν έκδηλος στη φαρδιά και γεμάτη κοσμήματα ζώνη, που έσφιγγε τη μέση της, και στο μακρύ περιδέραιο γύρω από τον λαιμό της. Ώρα που βρήκε κι αυτός να παρατηρεί τα χρυσαφικά, όσο πλούσια κι αν ήταν. Μα, τι στο Φως έκανε ξύπνια τέτοια ώρα; Αίμα και στάχτες, αν άρχιζε να φωνάζει τους φρουρούς για να τον σταματήσουν...!
Με μια απεγνωσμένη κίνηση, ο Ματ άπλωσε τα χέρια του να πιάσει το λεπτοκαμωμένο κορίτσι, αλλά αυτή ξεγλίστρησε από τη λαβή του κι έστειλε το ασανταρέι στην άλλη άκρη με ένα απότομο τίναγμα, που του μούδιασε σχεδόν τον καρπό. Ο Ματ περίμενε πως το κορίτσι θα το έβαζε στα πόδια, αλλά αυτή άρχισε να τον βαράει, χτυπώντας τον με τις γροθιές της και χρησιμοποιώντας τις παλάμες της σαν να ήταν λάμες τσεκουριών. Οι κινήσεις του άντρα ήταν γρήγορες, σύμφωνα με τον γέρο αοιδό Θομ ταχύτερες από οποιουδήποτε άλλου, αλλά το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να αμύνεται κι όχι να πασχίζει να την αρπάξει. Αν δεν προσπαθούσε τόσο σκληρά να την εμποδίσει να του σπάσει τη μύτη —ή οτιδήποτε άλλο, μια κι η δύναμή της ήταν δυσανάλογη με τη μικροκαμωμένη φτιαξιά της— θα έβρισκε την όλη κατάσταση διασκεδαστική. Ο Ματ ήταν σαφώς ψηλότερός της, παρότι δεν ξεπερνούσε τον μέσο όρο σε ύψος, ωστόσο η κοπέλα τού επιτιθόταν με τόσο επικεντρωμένη μανία, που θα έλεγες πως εκείνη ήταν η ψηλότερη και δυνατότερη από τους δύο, κι ότι περίμενε από στιγμή σε στιγμή να τον καταβάλει. Για κάποιο λόγο, λίγα λεπτά μετά, τα σαρκώδη της χείλη λύγισαν σε ένα χαμόγελο κι, αν ο Ματ δεν υποψιαζόταν κάτι άλλο, θα έπαιρνε όρκο πως μέσα σε αυτά τα μεγάλα, υγρά μάτια παρατήρησε μια λάμψη ηδονής. Που να τον πάρει και να τον σηκώσει, το να σκέφτεται μια τέτοια ώρα πόσο χαριτωμένη ήταν αυτή η γυναίκα ισοδυναμούσε με το να προσπαθεί να κοστολογήσει τα κοσμήματά της!