Ξαφνικά, η κοπέλα έκανε πίσω, χρησιμοποιώντας και τα δυο της χέρια για να τακτοποιήσει τον κυκλίσκο με τα κοσμήματα που συγκρατούσε το βέλο της. Τώρα όμως, τίποτα στην έκφρασή δεν έδειχνε ευχαρίστηση. Έμοιαζε απόλυτα συγκεντρωμένη. Απλώνοντας τα πόδια της με προσεκτικές κινήσεις, και χωρίς να αποτραβήξει τη ματιά της από το πρόσωπό του, άρχισε να μαζεύει αργά την πλισαρισμένη λευκή φούστα τραβώντας την προς τα επάνω και διπλώνοντάς την πάνω από τα γόνατα.
Ο Ματ αδυνατούσε να καταλάβει για ποιο λόγο η κοπέλα δεν είχε φωνάξει ήδη για βοήθεια, αλλά ήξερε ότι είχε σκοπό να τον χτυπήσει. Δεν του έκανε εντύπωση! Πήδηξε προς τη μεριά της κι όλα έγιναν ταυτόχρονα. Μια σουβλιά πόνου στον γοφό του τον ανάγκασε να πέσει στο ένα γόνατο. Η Τουόν ανασήκωσε τη φούστα της μέχρι τον δικό της γοφό σχεδόν, και το λεπτεπίλεπτο πόδι της με τις άσπρες κάλτσες άστραψε προς το μέρος του σε ένα χτύπημα που πέρασε ξώφαλτσα από το κεφάλι του, καθώς η ίδια πηδούσε απότομα στον αέρα.
Έμεινε έκπληκτος, αντικρίζοντας τον Νόαλ να έχει τυλίξει τα χέρια του γύρω από τη μέση του κοριτσιού, και το ίδιο έκπληκτη θα πρέπει να ένιωθε κι η Τουόν, αλλά ο Ματ αντέδρασε γρηγορότερα από εκείνη. Καθώς η κοπέλα άνοιξε το στόμα της να φωνάξει, ο Ματ σηκώθηκε όρθιος κι άρχισε να της χώνει το πέπλο ανάμεσα στα δόντια, πετώντας τον διακοσμημένο κυκλίσκο στο πάτωμα με μια απότομη κίνηση του χεριού του. Φυσικά, η Τουόν δεν ήταν εξίσου συνεργάσιμη με την Τάυλιν. Μια πανίσχυρη λαβή στο σαγόνι της την εμπόδισε από το να βυθίσει τα δόντια της στα δάχτυλά του. Οργισμένες κραυγές αναδύονταν από τον λαιμό της, και στα μάτια της ήταν έκδηλη μια μανία που δεν είχε δείξει ακόμα και στις χειρότερες στιγμές της επίθεσής της. Σφάδαζε κάτω από την αρπάγη του Νόαλ και τίναζε τα πόδια της, αλλά ο ταλαιπωρημένος γέρος κατάφερνε να μετακινεί το βάρος της, όπως και το δικό του, και να αποφεύγει τα χτυπήματα των τακουνιών της. Ταλαιπωρημένος ή όχι, δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα να είναι γραπωμένος επάνω της.
«Έχεις συχνά τέτοιου είδους μπελάδες με τις γυναίκες;» ρώτησε τον Ματ με ήπιο τόνο, και το χαμόγελό του αποκάλυψε τα κενά ανάμεσα στα δόντια του. Φορούσε τον χιτώνα του, κι ο μπόγος με τα υπάρχοντά του ήταν δεμένος στην πλάτη του.
«Πάντα», αποκρίθηκε ξινά ο Ματ, γρυλίζοντας καθώς το ένα γόνατο της γυναίκας του χτύπησε τον πονεμένο γοφό. Καταφέρνοντας να λύσει με το ένα χέρι το μαντίλι που ήταν τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό του, το χρησιμοποίησε για να σφίξει κι άλλο το στουμπωμένο πέπλο στο στόμα της Τουόν, ριψοκινδυνεύοντας να βρεθεί με κομμένο αντίχειρα. Μα το Φως, τι θα έκανε με αυτή τη γυναίκα;
«Δεν ήξερα ότι τα είχες σχεδιάσει έτσι τα πράγματα», είπε ο Νόαλ, διόλου λαχανιασμένος, παρά τα τινάγματα της γυναίκας στην αρπάγη του, «αλλά, όπως βλέπεις, φεύγω κι εγώ απόψε. Σκέφτηκα πως, μια-δυο μέρες μετά, το μέρος δεν θα ήταν πια του γούστου μου».
«Σοφή απόφαση», μουρμούρισε ο Ματ. Μα το Φως, έπρεπε να έχει προειδοποιήσει τον Νόαλ.
Γονατίζοντας, απόφυγε μια κλωτσιά της Τουόν —όχι μόνο μία, δηλαδή— και κατάφερε να την πιάσει από τα πόδια. Ένα μαχαίρι που εμφανίστηκε μέσα από την πουκαμίσα του έκανε μια τομή στο στρίφωμα του φορέματός της, κι ο Ματ έκοψε μια μεγάλη λωρίδα για να της δέσει τους αστραγάλους. Τον βοήθησε πολύ η εξάσκηση με την Τάυλιν, νωρίτερα. Δεν είχε συνηθίσει να δένει γυναίκες. Σκίζοντας μια δεύτερη λωρίδα φορέματος από τον ποδόγυρο της φούστας της, πήρε από το πάτωμα τον κυκλίσκο και σηκώθηκε, μουγκρίζοντας αφ’ ενός από την προσπάθεια που κατέβαλε κι αφ’ ετέρου από τη νέα κλωτσιά που δέχτηκε η οποία έβαλε φωτιά στο ισχίο του. Μόλις τοποθέτησε και πάλι τον κυκλίσκο στο κεφάλι της, η Τουόν τον κοίταξε κατάματα. Είχε πάψει να χτυπιέται άδικα και δεν έμοιαζε διόλου φοβισμένη. Μα το Φως, στη θέση της θα είχε γίνει ένα με το χώμα.