Выбрать главу

Τελικά, κατέφθασε κι ο Τζούιλιν, πλήρως εξοπλισμένος και φορώντας τον μανδύα του, με το κοντόσπαθο και τη χαρακωμένη ασπίδα για τα σπαθιά περασμένη στη ζώνη του και κρατώντας στο ένα χέρι τη λεπτή μαγκούρα του από μπαμπού. Μια λεπτοκαμοψένη μαυρομάλλα γυναίκα, που φορούσε χοντρό λευκό χιτώνιο, όπως οι ντα’κοβάλε που βρίσκονταν έξω, ήταν πιασμένη σφιχτά στο δεξί του μπράτσο. Παρότι είχε στραβομουτσουνιάσει, ήταν αρκετά χαριτωμένη, με ένα στόμα σαν μπουμπούκι και πέντε ή έξι χρόνια μεγαλύτερη απ’ ό,τι περίμενε ο Ματ. Τα μεγάλα μαύρα μάτια της ήταν άτολμα και πετάγονταν τριγύρω. Μόλις πρόσεξε την Τουόν, άφησε μια τσιρίδα κι αποτραβήχτηκε από τον Τζούιλιν, λες κι ο τελευταίος ήταν καυτός φούρνος. Έπεσε στο πάτωμα, δίπλα στην πόρτα, κι έμεινε διπλωμένη, με το κεφάλι ακουμπισμένο στα γόνατα.

«Χρειάστηκε να βάλω τα δυνατά μου για να πείσω τη Θίρα να σηκωθεί να φύγει», είπε αναστενάζοντας ο ληστοκυνηγός, κοιτώντας τη με ένα βλέμμα γεμάτο έγνοια. Αυτή ήταν κι η μόνη εξήγηση που έδωσε για την αργοπορία του, πριν στρέψει την προσοχή του στο φορτίο του Νόαλ. Αφαιρώντας τον γελοίο κωνικό κόκκινο σκούφο, έξυσε το κεφάλι του. «Τι θα κάνουμε με τούτη εδώ;» ρώτησε εντελώς απλοϊκά.

«Θα την παρατήσουμε στους στάβλους», αποκρίθηκε ο Ματ. Θα μπορούσαν να το κάνουν, αν ο Βάνιν έπειθε τους ιπποκόμους να αφήσουν στον ίδιον και στον Χάρναν τη φροντίδα των αλόγων οποιουδήποτε αγγελιαφόρου. Μέχρι στιγμής, κάτι τέτοιο φάνταζε σαν πρόσθετη προφύλαξη, ίσως όχι απαραίτητη. Μέχρι στιγμής. «Στη σοφίτα με τον σανό. Δεν πρόκειται να τη βρουν έως το πρωί, όταν θα αρχίσουν να φτυαρίζουν τον σανό με τα δίκρανα».

«Κι εγώ που νόμιζα ότι θα την απήγαγες», είπε αναστενάζοντας ο Νόαλ, αφήνοντας τα δεμένα πόδια της Τουόν να ακουμπήσουν και πάλι στο δάπεδο, και μετακινώντας το βάρος του, έτσι ώστε να την αδράξει από τις μασχάλες. Με το κεφάλι ανασηκωμένο, η μικροκαμωμένη γυναίκα παραιτήθηκε από την πάλη. Ακόμα και με το φίμωτρο στο στόμα, η καταφρόνια ήταν ξεκάθαρη στο πρόσωπό της. Αρνήθηκε να δώσει μάχη, όχι επειδή δεν είχε νόημα, αλλά επειδή δεν ήθελε η ίδια.

Βήματα, που γίνονταν ολοένα και πιο έντονα, αντήχησαν στον διάδρομο που οδηγούσε στον προθάλαμο. Επιτέλους, μάλλον θα ερχόταν η Εγκήνιν. Βέβαια, όπως εξελίσσονταν τα πράγματα, θα μπορούσαν να είναι οι Φρουροί του Θανάτου, και μάλιστα οι Ογκιρανοί.

Ο Ματ ένευσε βιαστικά στους άλλους να καταλάβουν τις γωνίες, έτσι ώστε να βρίσκονται εκτός οπτικού πεδίου όποιου έμπαινε από την πόρτα, κι ο ίδιος έκανε μερικά βήματα κουτσαίνοντας, για να πιάσει το μαύρο δόρυ του. Ο Τζούιλιν ανασήκωσε τη Θίρα και την τράβηξε αριστερά του, όπου η γυναίκα έσκυψε δουλικά στη γωνία κι εκείνος στάθηκε μπροστά της, κρατώντας τη μαγκούρα και με τα δυο του χέρια. Ως όπλο φάνταζε μάλλον εύθραυστο, αλλά ο ληστοκυνηγός μπορούσε να το χρησιμοποιήσει με μεγάλη επιδεξιότητα. Ο Νόαλ τράβηξε την Τουόν στην απέναντι γωνία του δωματίου κι απελευθέρωσε το ένα της χέρι, για να απλώσει το δικό του στο εσωτερικό του πανωφοριού του, όπου φύλαγε τα μακρουλά μαχαίρια του. Ο Ματ στάθηκε στη μέση του δωματίου, με την πλάτη στη νοτισμένη νυχτιά και με το ασανταρέι όρθιο μπροστά του. Άσχετα από το ποιος θα έμπαινε στο δωμάτιο, σίγουρα δεν ήταν ικανός να χορέψει, με τον γοφό του μουδιασμένο σχεδόν από τα χτυπήματα της Τουόν, αλλά στη χειρότερη περίπτωση θα άφηνε μερικά σημάδια στους εισερχόμενους.

Όταν η Εγκήνιν πέρασε από την είσοδο, ο Ματ έγειρε πάνω στο δόρυ του, ανακουφισμένος. Την ακολουθούσαν δύο σουλ’ντάμ και, λίγο πιο πίσω, ο Ντόμον. Ο Ματ πρόσεξε για πρώτη φορά την Εντεσίνα, αν και την ανακάλεσε στη μνήμη του από εκείνη τη μέρα που είδε την νταμέην να εξασκείται, μια λυγερόκορμη κι ευπαρουσίαστη γυναίκα ντυμένη με ένα απλό γκρίζο φόρεμα, με μαύρα μαλλιά να ξεχύνονται μέχρι τη μέση της. Παρά το α’ντάμ που τη συνέδεε με τον καρπό της Σέτα, η Εντεσίνα κοιτούσε γύρω της ήρεμα. Ήταν μια χαλιναγωγημένη Άες Σεντάι, που ωστόσο ήταν βέβαιη πως σύντομα θα απαλλασσόταν από το λουρί της. Από την άλλη, η Τέσλιν έτρεμε από ανυπομονησία, γλείφοντας τα χείλη της κι ατενίζοντας την πόρτα που οδηγούσε στην αυλή των στάβλων. Η Ρέννα κι η Σέτα έσερναν τις δύο Άες Σεντάι πίσω από την Εγκήνιν, χωρίς να παίρνουν στιγμή το βλέμμα τους από την είσοδο της αυλής των στάβλων.