«Χρειάστηκε να κατευνάσω την ντερ’σουλ’ντάμ», είπε η Εγκήνιν μόλις μπήκε μέσα. «Είναι πολύ προστατευτικές απέναντι στις κηδεμονευόμενές τους». Το βλέμμα της έπεσε πάνω στον Τζούιλιν και στη Θίρα και κατσούφιασε. Δεν υπήρχε λόγος να της μιλήσει για τη Θίρα, ειδικά από τη στιγμή που προσφερόταν να βοηθήσει την νταμέην, αλλά ήταν προφανές πως δεν της άρεσε αυτή η έκπληξη με το μάλλινο χιτώνιο. «Βέβαια, μια και πρόσεξε τη Σέτα και τη Ρέννα, πρέπει να αλλάξουν μερικά πράγματα», συνέχισε, «αλλά...» Τα λόγια της κόπηκαν μαχαίρι καθώς η ματιά της έπεσε πάνω στην Τουόν. Η Εγκήνιν ήταν χλωμή γυναίκα, αλλά τώρα είχε γίνει χλωμότερη. Το βλέμμα της Τουόν ήταν άγριο πάνω από το φίμωτρο, κι η γυναίκα απέπνεε την ανηλεή θηριωδία ενός αποκεφαλιστή. «Ω, Φως μου!» είπε βραχνά η Εγκήνιν, κι έπεσε στα γόνατα. «Τρελέ! Θα πεθάνεις αργά-αργά και με βασανιστήρια, και μόνο που άγγιξες την Κόρη των Εννέα Φεγγαριών!» Οι δύο σουλ’ντάμ ένιωσαν να τους κόβεται η ανάσα και γονάτισαν χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, όχι μόνο τραβώντας μαζί τους και τις δύο Άες Σεντάι, αλλά αρπάζοντας σφιχτά και τα α’ντάμ από τα κολάρα τους, για να τις αναγκάσουν να προσκυνήσουν.
Ο Ματ μούγκρισε λες κι η Τουόν τον είχε κλωτσήσει στην κοιλιά. Κι όντως, έτσι αισθάνθηκε. Η Κόρη των Εννέα Φεγγαριών. Το Άελφιν του είχε πει την αλήθεια, όσο κι αν ο ίδιος δεν ήθελε να το παραδεχτεί. Θα πέθαινε και θα ζούσε ξανά, αν αυτό δεν είχε ήδη συμβεί. Θα θυσίαζε το φως του μισού κόσμου για να τον σώσει, παρ’ όλο που δεν ήθελε καν να σκεφτεί τι μπορεί να σήμαινε αυτό. Θα παντρευόταν... «Είναι η σύζυγός μου», είπε μαλακά. Κάποιος άφησε έναν πνιχτό ήχο, κι είχε την εντύπωση πως ήταν ο Ντόμον.
«Τι πράγμα;» τσίριξε η Εγκήνιν, και το κεφάλι της στράφηκε τόσο βίαια προς το μέρος του, που η αλογοουρά της στριφογύρισε απότομα και τη χαστούκισε στο πρόσωπο. Ο Ματ δεν πίστευε ότι αυτή η γυναίκα θα μπορούσε ποτέ να τσιρίξει. «Δεν μπορείς να λες κάτι τέτοιο! Δεν πρέπει να μιλάς έτσι!»
«Γιατί όχι;» της ανταπάντησε απαιτητικά. Το Άελφιν έδινε πάντοτε σωστές απαντήσεις. Πάντα. «Είναι η σύζυγος μου. Η καταραμένη σας Κόρη των Εννέα Φεγγαριών είναι η σύζυγός μου!»
Όλοι έμειναν να τον κοιτάνε σαν χαζοί, εκτός από τον Τζούιλιν, ο οποίος έβγαλε τον σκούφο του και τον περιεργάστηκε. Ο Ντόμον κούνησε το κεφάλι του κι ο Νόαλ γέλασε ανάλαφρα. Η Εγκήνιν είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Οι δύο σουλ’ντάμ είχαν μείνει εμβρόντητες, λες και κοιτούσαν κάποιον παρανοϊκό που κυκλοφορούσε ελεύθερος και παραληρούσε. Η Τουόν κοιτούσε κι εκείνη σαν χαμένη, αλλά η έκφραση του προσώπου της ήταν εντελώς αδιευκρίνιστη, κρύβοντας κάθε είδους σκέψη πίσω από αυτά τα σκούρα μάτια. Μα το Φως, τι θα έκανε τώρα; Αν μη τι άλλο, θα έπρεπε να κινηθεί πριν...
Η Σελούσια μπήκε βιαστικά στο δωμάτιο κι ο Ματ μούγκρισε. Μα όλο το Παλάτι θα έμπαινε εκεί μέσα, που να πάρει; Ο Ντόμον έκανε να την αρπάξει, αλλά αυτή του ξέφυγε, κάνοντας στην άκρη. Η στρουμπουλή χρυσομάλλα σο’τζίν δεν ήταν αρχοντική όπως συνήθως, έτσι όπως συστρέφονταν τα χέρια της και με τη ματιά της να πετάγεται τριγύρω, σαν κυνηγημένη. «Συγγνώμη που παρεμβαίνω», είπε με φωνή γεμάτη φόβο, «αλλά αυτό που κάνεις είναι εντελώς τρελό». Αφήνοντας ένα βογκητό, κάθισε ανακούρκουδα, ανάμεσα στις γονατιστές σουλ’ντάμ, τοποθετώντας τα χέρια της στους ώμους τους, σαν να αναζητούσε την προστασία τους. Τα γαλάζια της μάτια δεν έπαψαν στιγμή να πετάγονται τριγύρω στο δωμάτιο. «Όποιοι κι αν είναι οι οιωνοί, μπορείς να επανορθώσεις αν συναινέσεις να αποσύρεις τον ισχυρισμό σου».
«Ηρέμησε, Σελούσια», είπε ο Ματ προσπαθώντας να την καταπραΰνει. Η γυναίκα δεν τον κοιτούσε, αλλά εκείνος εξακολούθησε να κάνει κατευναστικές κινήσεις. Δεν υπήρχε καμία μνήμη που να του λέει τι κάνεις όταν έχεις να αντιμετωπίσεις μια υστερική γυναίκα, εκτός από το να κρυφτείς. «Κανείς δεν θα πάθει κακό. Κανείς! Σ’ το υπόσχομαι. Μπορείς να ηρεμήσεις τώρα».
Για κάποιο λόγο, η γυναίκα φάνηκε να σαστίζει, αλλά αμέσως μετά γονάτισε και δίπλωσε τα χέρια της πάνω στα γόνατα της. Άξαφνα, όλος αυτός ο φόβος φάνηκε να την εγκαταλείπει, κι ήταν και πάλι μεγαλοπρεπής όπως πριν. «Θα σε υπακούω, αρκεί να μην κάνεις κακό στην αρχόντισσά μου. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα σε σκοτώσω».
Αν άκουγε κάτι τέτοιο από την Εγκήνιν, θα του κοβόταν η φόρα, αλλά ακούγοντάς το από τα χείλη αυτής της πλαδαρής γυναίκας με τα ωχρά μάγουλα, κοντή παρότι κάπως ψηλότερη από την αφέντρα της, δεν έδωσε μεγάλη σημασία. Το Φως μόνο ήξερε πόσο επικίνδυνες μπορούσαν να γίνουν οι γυναίκες, αλλά είχε βάσιμους λόγους να πιστεύει πως μπορούσε να τα βγάλει πέρα με μια απλή υπηρέτρια. Τουλάχιστον, είχε πάψει πια να είναι υστερική. Πόσο κυκλοθυμικές είναι οι γυναίκες.