Выбрать главу

«Να υποθέσω πως σκοπεύεις να τις αφήσεις και τις δυο στη σοφίτα με τον σανό;» ρώτησε ο Νόαλ.

«Όχι», αποκρίθηκε ο Ματ, κοιτώντας την Τουόν. Εκείνη του ανταπέδωσε τη ματιά, αν κι η έκφραση της εξακολουθούσε να είναι αδιευκρίνιστη. Ήταν μια γυναίκα λεπτοκαμωμένη σαν αγοράκι, ενώ του ίδιου άρεσαν οι γυναίκες με πιασίματα. Διάδοχος του θρόνου των Σωντσάν, τη στιγμή που οι γυναίκες ευγενούς καταγωγής τού προκαλούσαν ρίγη. Μια γυναίκα που επιθυμούσε να τον αγοράσει, ενώ τώρα το μόνο που έμοιαζε να θέλει ήταν να τον καρφώσει στα πλευρά με ένα μαχαίρι. Και θα γινόταν γυναίκα του. Το Άελφιν έδινε πάντα σωστές απαντήσεις. «Θα τις πάρουμε μαζί μας», είπε.

Επιτέλους, η Τουόν εκφράστηκε. Χαμογέλασε, λες και ξαφνικά της αποκαλύφθηκε ένα μυστικό. Εκείνη χαμογέλασε κι εκείνος αναρρίγησε. Μα το Φως, πόσο αναρρίγησε.

32

Μία Στάλα Σοφίας

Ο Χρυσός Τροχός ήταν ένα μεγάλο πανδοχείο, λίγο πιο έξω από την Αγορά της Άβχαριν, με μια μεγάλη κοινή αίθουσα, με σανιδωτό ταβάνι και μικρά τετράγωνα τραπεζάκια, που στριμώχνονταν στο εσωτερικό της. Ωστόσο, ακόμα και τώρα, το καταμεσήμερο, μονάχα ένα στα πέντε τραπέζια ήταν κατειλημμένο, συνήθως από κάποιον ξενομερίτη έμπορο, που είχε απέναντι του μια γυναίκα ντυμένη με ρούχα σε απαλές αποχρώσεις, με τα μαλλιά πιασμένα στην κορυφή του κεφαλιού της ή μαζεμένα στον αυχένα της. Οι γυναίκες ήταν επίσης έμποροι ή τραπεζίτες. Στο Φαρ Μάντινγκ, τόσο οι τραπεζικές δουλειές όσο και το εμπόριο απαγορεύονταν για τους άντρες. Όλοι οι ξένοι στην κοινή αίθουσα ήταν γένους αρσενικού, μια κι όσες γυναίκες υπήρχαν ανάμεσά τους είχαν μαζευτεί στο Δωμάτιο Γυναικών. Στην ατμόσφαιρα πλανιόνταν μυρωδιές από ψάρι κι αρνίσιο κρέας, που μαγειρεύονταν στην κουζίνα, ενώ πού και πού τα κελεύσματα από κάποιο τραπέζι ανάγκαζαν κάποιον σερβιτόρο από όλους αυτούς που περίμεναν στη σειρά, στο πίσω μέρος του δωματίου, να κατευθυνθεί προς τα εκεί. Κατά τ’ άλλα, τόσο οι έμποροι όσο κι οι τραπεζίτες μιλούσαν χαμηλόφωνα. Ο ήχος της βροχής, απ’ έξω, ήταν πιο δυνατός.

«Είσαι σίγουρος;» ρώτησε ο Ραντ, παίρνοντας την τσαλακωμένη ζωγραφιά από έναν σερβιτόρο με προτεταμένο σαγόνι, τον οποίον είχε τραβήξει στη μια μεριά του δωματίου.

«Νομίζω πως αυτός είναι», αποκρίθηκε κάπως αβέβαια ο άλλος, σκουπίζοντας τα χέρια του σε μια μεγάλη ποδιά, πάνω στην οποία απεικονιζόταν ένας κεντητός κίτρινος τροχός άμαξας. «Του μοιάζει. Θα επιστρέψει, λογικά, όπου να ’ναι». Το βλέμμα του έπεσε κάπου πέρα από τον Ραντ κι αναστέναξε. «Καλύτερα πάρε κάτι να πιεις, ή φύγε. Η Κυρά Γκάλγκερ δεν θέλει να πιάνουμε κουβέντα όταν πρέπει να βγει η δουλειά. Άσε που δεν θα της άρεσε διόλου, αν μάθαινε ότι μιλάω για τους πατρόνες της».

Ο Ραντ έριξε μια ματιά πάνω από τον ώμο του. Μια αδύνατη γυναίκα, με μια ψηλή φιλντισένια χτένα γαντζωμένη πάνω στον μαύρο κότσο της, στεκόταν στην κιτρινοβαμμένη αψίδα που οδηγούσε στο Δωμάτιο Γυναικών. Από τον τρόπο που κοιτούσε την κοινή αίθουσα —λίγο σαν βασίλισσα που επιθεωρεί την επικράτειά της, λίγο σαν αγρότισσα που επιθεωρεί τα χωράφια της, δυσαρεστημένη, ωστόσο, από την καχεκτική εικόνα του εμπορίου που αντίκριζε— κατάλαβε πως αυτή ήταν η πανδοχέας. Μόλις το βλέμμα της έπεσε πάνω στον Ραντ και στον υπηρέτη με το προτεταμένο σαγόνι, η γυναίκα συνοφρυώθηκε.

«Αραιωμένο κρασί», είπε ο Ραντ, δίνοντας μερικά κέρματα στον άντρα, νομίσματα για το κρασί κι ένα ασημένιο μάρκο για την πληροφορία του, μολονότι δεν ήταν σίγουρα έγκυρη. Είχε περάσει πάνω από μια βδομάδα από τότε που σκότωσε τον Ρόσεντ κι ο Κίσμαν το είχε σκάσει, και στο διάστημα όλων αυτών των ημερών ήταν η πρώτη φορά που έβγαλε κάποια άκρη όταν έδειξε το σκίτσο.

Υπήρχε μια ντουζίνα άδεια διαθέσιμα τραπέζια, αλλά εκείνος ήθελε να κάτσει στη γωνία, στο μπροστινό μέρος της αίθουσας, όπου μπορούσε να δει ποιος μπαίνει μέσα χωρίς να τον βλέπουν. Καθώς ελισσόταν ανάμεσα στα τραπέζια, όλο και κάποιες σκόρπιες λέξεις έφταναν στα αυτιά του.

Μια ψηλή, χλωμή γυναίκα με βαθυπράσινα μεταξωτά ρούχα κούνησε το κεφάλι της προς τη μεριά ενός στιβαρού άντρα, που φορούσε ένα εφαρμοστό μαύρο Δακρυνό πανωφόρι. Ένας κότσος, σε χρώμα γκρίζο σαν σίδερο, την έκανε να μοιάζει κάπως με την Κάντσουεϊν όταν την κοιτούσες από το πλάι. Ο άντρας φάνταζε σαν ογκόλιθος, αλλά το σκοτεινό, τετραγωνισμένο του πρόσωπο έμοιαζε κάπως ανήσυχο. «Μη σκέφτεσαι το Άντορ, Αφέντη Άντμιρα», είπε η γυναίκα κατευναστικά. «Πίστεψέ με, οι Αντορινοί μπορεί να φοβερίζονται μεταξύ τους, αλλά ποτέ δεν καταλήγουν σε αιματοχυσία. Σε συμφέρει να υποστηρίξεις την παρούσα κατάσταση, για το δικό σου συμφέρον. Η Καιρχίν θα σε φορολογήσει πέντε φορές περισσότερο από το Φαρ Μάντινγκ. Σκέψου τα πρόσθετα έξοδα». Ο Δακρυνός μόρφασε, σαν να το σκεφτόταν σοβαρά ή σαν να αναρωτιόταν αν όντως τα συμφέροντά του συνέπιπταν με τα δικά της.