Выбрать главу

«Άκουσα πως το πτώμα ήταν μαύρο και πρησμένο», είπε από ένα διπλανό τραπέζι ένας ισχνός Ιλιανός με λευκή γενειάδα. «Άκουσα, επίσης, πως οι Σύμβουλοι διέταξαν να καεί». Ανασήκωσε με νόημα τα φρύδια του και χτύπησε ελαφρά την άκρη της σουβλερής μύτης του που του έδινε όψη νυφίτσας.

«Αν πράγματι είχε ξεσπάσει πανούκλα στην πόλη, Αφέντη Αζέρεος, οι Σύμβουλοι θα το είχαν ανακοινώσει», απάντησε ήρεμα η λεπτοκαμωμένη γυναίκα που καθόταν απέναντι του. Με δύο περίτεχνα φιλντισένια χτενάκια στα τυλιχτά μαλλιά της, ήταν όμορφη, ενώ το πρόσωπό της έμοιαζε κάπως αλεπουδίσιο και ψυχρό, σαν να ανήκε σε Άες Σεντάι, παρά τις αδιόρατες ρυτίδες στις άκρες των καστανών ματιών της. «Εμμένω στην πρότασή μου να μεταφέρεις το εμπόριό σου στο Λάγκαρντ. Το Μουράντυ δεν παρέχει καμία σταθερότητα. Οι ευγενείς δεν πρόκειται ποτέ να ενισχύσουν τον Ρέντραν για να φτιάξει στρατό. Άσε που είναι ανακατεμένες κι οι Άες Σεντάι, όπως θα έχεις ακούσει μάλλον. Μόνο το Φως ξέρει τι σκοπεύουν να κάνουν». Ο Ιλιανός ανασήκωσε τους ώμους του, νιώθοντας κάπως άβολα. Ετούτες τις μέρες, κανείς δεν ήταν σίγουρος για το πώς θα ενεργούσαν οι Άες Σεντάι, όχι ότι ήταν και ποτέ, δηλαδή.

Ένας Καντορινός, με γκρίζες λωρίδες στη διχαλωτή γενειάδα του κι ένα μεγάλο σμαράγδι στο αριστερό του αυτί, έσκυβε προς το μέρος μιας γεροδεμένης γυναίκας, η οποία φορούσε ένα σκούρο γκρίζο μεταξωτό φόρεμα κι είχε τα μαύρα μαλλιά της πιασμένα σε ρολό στην κορυφή του κεφαλιού της. «Άκουσα πως ο Αναγεννημένος Δράκοντας στέφθηκε Βασιλιάς του Ίλιαν, Κυρά Σίμελ», είπε ο άντρας συνοφρυωμένος, κάτι που πρόσθεσε κι άλλες ρυτίδες στο μέτωπό του. «Δεδομένης της διακήρυξης του Λευκού Πύργου, σκέφτομαι να στείλω τις ανοιξιάτικες άμαξες να ταξιδέψουν κατά μήκος του Ερινίν προς το Δάκρυ. Ο Ποταμόδρομος μπορεί να είναι δυσκολότερος ως διαδρομή, αλλά το Ίλιαν δεν είναι και τόσο πρόσφορο έδαφος για την αγορά γουναρικών, οπότε δεν μπορώ να πάρω μεγάλα ρίσκα ως προς το δεύτερο».

Η γεροδεμένη γυναίκα χαμογέλασε, ένα χαμόγελο πολύ λεπτό για τόσο στρογγυλό πρόσωπο. «Απ’ ό,τι μου έχουν πει, δεν τον έχουν δει στο Ίλιαν από τότε που πήρε την κορώνα, Αφέντη Ποσάβινα. Όπως και να έχει, θα ασχοληθεί μαζί του ο Πύργος, αν δεν το έχει κάνει ήδη. Σήμερα το πρωί, πληροφορήθηκα πως η Πέτρα του Δακρύου πολιορκείται, πράγμα που σημαίνει πως η κατάσταση δεν προσφέρεται ιδιαίτερα για εμπόριο γουναρικών, έτσι δεν είναι; Όχι, το Δάκρυ δεν είναι μέρος όπου μπορείς να αποφύγεις τα ρίσκα». Οι ρυτίδες στο μέτωπο του Αφέντη Ποσάβινα βάθυναν κι άλλο.

Φτάνοντας σε ένα μικρό γωνιακό τραπεζάκι, ο Ραντ έριξε τον μανδύα του στην πλάτη του καθίσματος και κάθισε με την πλάτη στον τοίχο, ψηλαφώντας τον γιακά του. Ο τύπος με το προτεταμένο σαγόνι τού έφερε μια κασσιτέρινη κούπα, γεμάτη με αχνιστό αρωματικό κρασί, μουρμούρισε ένα βιαστικό «ευχαριστώ» για το ασημένιο νόμισμα κι απομακρύνθηκε γοργά μόλις τον φώναξαν από κάποιο άλλο τραπέζι. Δύο πελώρια τζάκια, αντικριστά στο δωμάτιο, απορροφούσαν την ψύχρα της ατμόσφαιρας, αλλά ακόμα κι αν κάποιος παρατηρούσε ότι ο Ραντ εξακολουθούσε να φοράει τα γάντια του, δεν θα έδινε περαιτέρω προσοχή. Προσποιούνταν πως περιεργαζόταν το περιεχόμενο της κούπας που κρατούσε στα δυο του χέρια, αλλά, στην πραγματικότητα, το βλέμμα του πεταγόταν στην πόρτα, που έβλεπε στον δρόμο.

Τα περισσότερα απ’ όσα είχε πάρει το αυτί του δεν τον ενδιέφεραν και πολύ. Τα είχε ακούσει και στο παρελθόν, πολλές φορές μάλιστα τύγχανε να ξέρει πιο πολλά από εκείνους που τα έλεγαν. Η Ηλαίην, για παράδειγμα, συμφωνούσε με τη χλωμή γυναίκα, και μάλλον γνώριζε το Άντορ καλύτερα απ’ οποιονδήποτε έμπορο του Φαρ Μάντινγκ. Ωστόσο, η πολιορκία της Πέτρας ήταν είδηση, παρ’ όλο που δεν χρειαζόταν να τον προβληματίζει ακόμα. Η Πέτρα δεν είχε πέσει ποτέ, παρά μόνο στον ίδιο, κι ήξερε ότι η Αλάνα βρισκόταν κάπου στο Δάκρυ. Την είχε διαισθανθεί να μεταπηδάει από τα βόρεια του Φαρ Μάντινγκ σε κάποιο σημείο ακόμα πιο βόρεια και, μια μέρα μετά, κάπου μακριά, προς τα νοτιοανατολικά. Βρισκόταν αρκετά μακριά ώστε να μπορεί να πει αν ήταν στο Χάντον Μιρκ ή στην ίδια την πόλη του Δακρύου, αλλά ήταν βέβαιος ότι ή στο ένα σημείο βρισκόταν ή στο άλλο, μαζί με τέσσερις ακόμα έμπιστες αδελφές. Αν η Μεράνα κι η Ραφέλα κατόρθωναν να ανακαλύψουν όσα έψαχνε από τις Θαλασσινές, θα μπορούσαν να κάνουν το ίδιο και με τους Δακρυνούς. Η Ραφέλα ήταν Δακρυνή, κι αυτό θα βοηθούσε πολύ. Δεν βαριέσαι, ο κόσμος μπορούσε να κάνει και χωρίς αυτόν για λίγο. Για την ακρίβεια, έπρεπε.