Выбрать главу

Ο Ραντ τράβηξε τον μανδύα πάνω στο κορμί του, άφησε την κούπα με το κρασί πάνω στο τραπέζι και δεν έριξε ματιά πίσω.

Ο μεσημεριανός ουρανός ήταν γκρίζος και κρύος, κι η βροχή ελάχιστα είχε καταλαγιάσει· παρασυρμένη μάλιστα από τους ορμητικούς ανέμους της λίμνης, ήταν αρκετή για να αναγκάσει τους πάντες να αποφεύγουν τους δρόμους. Ο Ραντ κράτησε τον μανδύα επάνω του με το ένα χέρι, τόσο για να προστατέψει το σκίτσο μέσα στην τσέπη του πανωφοριού του, όσο και για να διατηρήσει το υπόλοιπο κορμί του στεγνό. Με το άλλο χέρι κρατούσε την κουκούλα του, για να προστατευθεί από τις ριπές του ανέμου. Οι παρασυρμένες από τον άνεμο βροχοσταγόνες χτυπούσαν το πρόσωπό του σαν παγωμένες νιφάδες. Ένα μοναχικό ατομικό φορείο τον προσπέρασε, με τα μαλλιά των βαστάζων να κρέμονται μουλιασμένα στις πλάτες τους και με τις μπότες τους να πλατσουρίζουν στις λιμνούλες που σχημάτιζε η βροχή πάνω στο πλακόστρωτο. Ελάχιστοι άνθρωποι βαριοσέρνονταν κατά μήκος του δρόμου, τυλιγμένοι στις κάπες τους. Είχαν απομείνει μερικές ώρες προτού νυχτώσει, κι ο Ραντ προσπέρασε ένα χάνι ονόματι Η Καρδιά του Κάμπου, χωρίς να μπει μέσα, κι έπειτα ένα άλλο, που λεγόταν Οι Τρεις Κυράδες του Μαρέντο. Έπεισε τον εαυτό του ότι έφταιγε η βροχή. Ο καιρός δεν ήταν κατάλληλος για να φεύγει από το ένα πανδοχείο και να πηγαίνει στο άλλο. Ωστόσο, ήξερε καλά πως αυτό ήταν ψέμα.

Μια κοντή εύσωμη γυναίκα, που κατηφόριζε τον δρόμο τυλιγμένη με έναν σκούρο μανδύα, έστριψε ξαφνικά προς το μέρος του. Μόλις σταμάτησε μπροστά του κι ανασήκωοε το κεφάλι της, ο Ραντ αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για τη Βέριν.

«Ώστε εδώ είσαι τελικά», του είπε. Οι βροχοσταγόνες έπεφταν πάνω στο ανασηκωμένο της πρόσωπο, αλλά δεν φάνηκε να προσέχει τίποτα. «Η πανδοχέας νόμιζε πως σκόπευες να κατευθυνθείς στην Άβχαριν, αλλά δεν ήταν και σίγουρη. Φοβάμαι πως η Κυρά Κην δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στα πέρα-δώθε των αντρών. Να ’μαι λοιπόν, με τα πασούμια και τις κάλτσες μου μούσκεμα. Όταν ήμουν μικρή, μου άρεσε να περπατάω στη βροχή, αλλά στην πορεία χάθηκε η γοητεία».

«Μήπως σε έστειλε η Κάντσουεϊν;» τη ρώτησε ο Ραντ, πασχίζοντας να κρύψει την αισιοδοξία στη φωνή του. Είχε κρατήσει το δωμάτιό του στην Κεφαλή του Συμβουλίου αφότου έφυγε η Αλάνα, οπότε δεν ήταν δύσκολο για την Κάντσουεϊν να τον βρει. Δύσκολα θα της τραβούσε την προσοχή, αν έπρεπε να τον κυνηγάει από το ένα χάνι στο άλλο. Ειδικά από τη στιγμή που δεν είχε δείξει ενδιαφέρον για κυνήγι.

«Μπα, όχι. Δεν θα το έκανε ποτέ αυτό». Η Βέριν ακουγόταν έκπληκτη και μόνο στη σκέψη. «Απλώς σκέφτηκα ότι θα ήθελες να ακούσεις τα νέα. Η Κάντσουεϊν έχει πάει για ιππασία μαζί με τις κοπέλες». Συνοφρυώθηκε σκεφτική, γέρνοντας το κεφάλι της. «Αν και μάλλον δεν θα έπρεπε να αποκαλώ "κοπέλα" την Αλίβια. Πολύ ενδιαφέρουσα γυναίκα, αλλά δυστυχώς αρκετά γερασμένη για μαθητευόμενη. Ναι, πράγματι, στάθηκε άτυχη. Ό,τι κι αν διδαχθεί, το εμπεδώνει. Πιστεύω πως γνωρίζει κάθε δυνατό τρόπο για να καταστρέψει κάτι με τη χρήση της Δύναμης, αλλά δεν ξέρει σχεδόν τίποτε άλλο».

Ο Ραντ την τράβηξε στην άκρη του δρόμου, όπου το κρεμαστό γείσο μιας πέτρινης μονοκατοικίας τούς παρείχε κάποια προστασία από τη βροχή, αν κι όχι από τον άνεμο. Η Κάντσουεϊν ήταν μαζί με τη Μιν και τις υπόλοιπες; Αυτό, βέβαια, μπορεί να μη σήμαινε κάτι. Είχε δει και στο παρελθόν Άες Σεντάι εντυπωσιασμένες με τη Νυνάβε και, σύμφωνα με τη Μιν, η Αλίβια ήταν ακόμα πιο ισχυρή. «Σε τι είδους νέα αναφέρεσαι, Βέριν;» τη ρώτησε ήρεμα.

Η στρουμπουλή και μικροκαμωμένη Άες Σεντάι βλεφάρισε σαν να είχε ξεχάσει τι ήθελε να πει, αλλά ξαφνικά χαμογέλασε. «Α, ναι. Πρόκειται για τους Σωντσάν. Βρίσκονται στο Ίλιαν. Όχι στην πόλη, δηλαδή, μη χλωμιάζεις. Όμως πέρασαν τα σύνορα. Φτιάχνουν οχυρωμένα στρατόπεδα κατά μήκος της ακτής και στην ενδοχώρα. Δεν ξέρω και πολλά από στρατιωτικά θέματα, ανέκαθεν παρέλειπα τα κεφάλαια με τις μάχες όταν διάβαζα ιστορία. Ωστόσο, μου φαίνεται πως, άσχετα από το αν δεν έχουν φτάσει ακόμα στην πόλη, προς τα εκεί κατευθύνονται. Φαίνεται πως δεν πτοήθηκαν από τις μάχες που έδωσες. Να γιατί δεν ασχολούμαι με μάχες. Σπανίως αλλάζουν κάτι μακροπρόθεσμα. Βραχυπρόθεσμα, ίσως. Είσαι καλά;»

Ο Ραντ ζόρισε τον εαυτό του να ανοίξει τα μάτια του. Η Βέριν τον κοιτούσε σαν κοντόχοντρη καρδερίνα. Όλες αυτές οι μάχες, τόσοι άντρες νεκροί, άντρες που είχε σκοτώσει ο ίδιος, κι όλα αυτά για το τίποτα. Για το τίποτα!

Δεν τα λέει καλά, μουρμούρισε ο Λουζ Θέριν μέσα στο μυαλό του. Οι μάχες μπορούν να αλλάξουν την ιστορία. Δεν ακουγόταν πολύ ευχαριστημένος με αυτό. Το πρόβλημα είναι πως, μερικές φορές, δεν μπορείς να ξέρεις με ποιον τρόπο θα αλλάξει η ιστορία, μέχρι να είναι πολύ αργά.