Выбрать главу

Το ρολόι πάνω στο πρέκι του τζακιού του Δωματίου Γυναικών —ένα ρολόι με ασημένια επένδυση, έτσι είχε πει η Μιν— άρχισε να χτυπάει με έναν σιγανό, καμπανιστό ήχο καθώς ο Ραντ έμπαινε στην κοινή αίθουσα. Πριν ακόμα προλάβει να βγάλει τον μανδύα του, μπήκε ο Λαν. Μόλις ο Πρόμαχος συνάντησε το βλέμμα του Ραντ, κούνησε το κεφάλι του. Ο Ραντ, πάντως, δεν περίμενε να τους βρει ακόμα. Ακόμα και για έναν τα’βίρεν, αυτό φάνταζε σχεδόν απίθανο.

Μόλις σερβιρίστηκαν κι οι δύο αχνιστές κούπες κρασιού και κάθισαν στον μακρόστενο κόκκινο πάγκο μπροστά στο τζάκι, ο Ραντ άρχισε να λέει στον Λαν τι είχε αποφασίσει να κάνει κι, εν μέρει, γιατί, αποκαλύπτοντάς του το σημαντικότερο κομμάτι. «Αν τους είχα στα χέρια μου αυτή τη στιγμή, θα τους σκότωνα και θα ρίσκαρα να δραπετεύσω, αλλά, εδώ που τα λέμε, και να τους σκότωνα, δεν θα άλλαζε τίποτα. Ή, τουλάχιστον, δεν θα άλλαζαν πολλά πράγματα», διόρθωσε τον εαυτό του, κοιτώντας βλοσυρά τις φλόγες. «Με την ελπίδα ότι μπορώ να τους ξετρυπώσω αύριο ή μεθαύριο, ίσως περάσουν βδομάδες και μήνες. Ο κόσμος, όμως, δεν θα περιμένει εμένα. Νόμιζα πως θα είχα τελειώσει μαζί τους, αλλά οι εξελίξεις τρέχουν εντελώς απρόβλεπτα. Και μιλάω μόνο για τα γεγονότα που έχω υπ’ όψιν μου. Μα το Φως, πόσα να έχουν συμβεί που δεν πήρα χαμπάρι, επειδή δεν έτυχε να ακούσω κανέναν έμπορο να μουρμουράει πάνω από το κρασί του;»

«Ποτέ δεν μπορείς να γνωρίζεις τα πάντα», είπε ο Λαν ήσυχα, «άσε που ένα μέρος όσων γνωρίζεις, ίσως και το σημαντικότερο, αποδεικνύεται πάντα λανθασμένο. Αν το συνειδητοποιείς αυτό, έχεις μέσα σου μια στάλα σοφίας, ενώ αν συνεχίζεις να προχωράς παρά τις δυσκολίες, έχεις μέσα σου μια στάλα θάρρους».

Ο Ραντ τέντωσε τα πόδια του προς το μέρος της φωτιάς. «Σου είπε η Νυνάβε πως η ίδια κι οι άλλες κάνουν παρέα στην Κάντσουεϊν; Αυτή τη στιγμή που μιλάμε, έχουν βγει για ιππασία». Ή μάλλον επέστρεφαν, μια και διαισθανόταν τη Μιν να πλησιάζει. Δεν θα αργούσε πολύ. Εξακολουθούσε να νιώθει ενθουσιασμό για κάτι, μια αίσθηση που ξεπηδούσε ορμητικά κι υποχωρούσε απότομα, σαν να προσπαθούσε να τη συγκρατήσει.

Ο Λαν χαμογέλασε, κάτι σπάνιο απούσας της Νυνάβε. Ωστόσο, το χαμόγελο δεν έφθασε μέχρι την παγερή του ματιά. «Μου απαγόρεψε να σου το αποκαλύψω, αλλά μια και το ξέρεις ήδη... Αυτή κι η Μιν έπεισαν την Αλίβια πως, αν κατορθώσουν να εξάψουν το ενδιαφέρον της Κάντσουεϊν, αυξάνονται οι πιθανότητες να τη φέρουν πιο κοντά σ’ εσένα. Βρήκαν πού μένει και της ζήτησαν να τις διδάξει». Το χαμόγελο έσβησε, αφήνοντας πίσω ένα πρόσωπο σμιλευμένο σε πέτρα. «Η γυναίκα μου έκανε θυσία για σένα, βοσκέ», του είπε ήσυχα. «Ελπίζω να το θυμάσαι. Δεν πρόκειται να αποκαλύψει πολλά, αλλά έχω την εντύπωση πως η Κάντσουεϊν της συμπεριφέρεται σαν να εξακολουθεί να είναι Αποδεχθείσα, ίσως και μαθητευόμενη ακόμα. Και ξέρεις πολύ καλά πόσο θα δυσκολευτεί να αντέξει κάτι τέτοιο».

«Η Κάντσουεϊν συμπεριφέρεται σε όλες σαν μαθητευόμενες», μουρμούρισε ο Ραντ. Ξιπασιά; Μα το Φως, πώς θα τα έβγαζε πέρα με αυτή τη γυναίκα; Κι όμως, έπρεπε να βρει έναν τρόπο. Οι δύο άντρες έμειναν σιωπηλοί, ατενίζοντας τις φλόγες, μέχρι που καπνός αναδεύτηκε από τις σόλες των απλωμένων μποτών τους.

Ο δεσμός τον προειδοποίησε, κι ο Ραντ κοίταξε τριγύρω, καθώς η Νυνάβε εμφανίστηκε στην είσοδο που οδηγούσε στην αυλή των στάβλων. Ξοπίσω της έρχονταν η Μιν κι η Αλίβια, τινάζοντας τις βροχοσταγόνες από τους χιτώνες τους, τακτοποιώντας τις σκιστές φούστες τους και κατσουψιάζοντας όταν αντίκριζαν νοτερές κηλίδες, λες και θα έβγαιναν ιππασία με αυτόν τον καιρό δίχως να μουσκέψουν. Ως συνήθως, η Νυνάβε φορούσε το διακοσμημένο της τερ’ανγκριάλ, τη ζώνη και το περιδέραιο, τα βραχιόλια και τα δαχτυλίδια καθώς και το παράξενο ανγκριάλ που ήταν κάτι ενδιάμεσο μεταξύ βραχιολιού και δαχτυλιδιού.

Εξακολουθώντας να φτιασιδώνεται, η Μιν έριξε μια ματιά στον Ραντ και χαμογέλασε, διόλου έκπληκτη που τον έβλεπε εκεί, φυσικά. Ζεστασιά κύλησε κατά μήκος του δεσμού, σαν χάδι, παρ’ όλο που η γυναίκα προσπαθούσε ακόμα να ελέγξει τον ενθουσιασμό της. Στις άλλες δύο γυναίκες πήρε λίγο περισσότερο χρόνο να προσέξουν τον Ραντ και τον Λαν, αλλά όταν το έκαναν, έδωσαν τους χιτώνες τους σε έναν υπηρέτη για να τούς μεταφέρει στα δωμάτιά τους και πήγαν κοντά τους, πλάι στο τζάκι, απλώνοντας τα χέρια τους στη φωτιά για να ζεσταθούν.

«Απόλαυσες τη βροχερή σου βόλια με την Κάντσουεϊν;» ρώτησε ο Ραντ, ανασηκώνοντας την κούπα του, για να πιει μια γερή γουλιά γλυκό κρασί. Το κεφάλι της Μιν τινάχτηκε προς το μέρος του και μια αστραπή ενοχής ξεπετάχτηκε στον δεσμό, αν κι η έκφραση στο πρόσωπό της υποδήλωνε ατόφια αγανάκτηση. Ο Ραντ κόντεψε να πνιγεί καταπίνοντας τη γουλιά του. Πώς ήταν δυνατόν να είναι δικό του λάθος η συνάντηση της με την Κάντσουεϊν; «Πάψε να αγριοκοιτάς τον Λαν, Νυνάβε», είπε, μόλις μπόρεσε να μιλήσει ξανά. «Μου τα είπε όλα η Βέριν». Το σκοτεινό κι άγριο βλέμμα της Νυνάβε έπεσε επάνω του, κι ο Ραντ κούνησε το κεφάλι του. Είχε ακούσει κι άλλες γυναίκες στο παρελθόν να λένε πως για όλα έφταιγαν οι άντρες, αλλά φαίνεται ότι μερικές φορές το πίστευαν κιόλας! «Ζητώ συγγνώμη για όσα τράβηξες από εκείνη για χάρη μου», συνέχισε, «αλλά αυτό δεν χρειάζεται να συνεχιστεί. Της ζήτησα να γίνει σύμβουλός μου. Για την ακρίβεια, ζήτησα από τη Βέριν να της το πει. Απόψε. Με λίγη τύχη, θα φύγει μαζί μας αύριο». Περίμενε από τις γυναίκες ξεφωνητά έκπληξης κι ανακούφισης, αλλά κάτι τέτοιο δεν έγινε.