«Αξιοπρόσεκτη γυναίκα αυτή η Κάντσουεϊν», είπε η Αλίβια, στρώνοντας τα χρυσαφιά της μαλλιά με τις άσπρες λωρίδες. Η βραχνή και μακρόσυρτη φωνή της έδειχνε ότι είχε εντυπωσιαστεί. «Ακριβολόγα κι ειδική στην ανάθεση καθηκόντων. Κάλλιστα, μπορεί να μας διδάξει».
«Μερικές φορές, κουφιοκεφαλάκη, μπορείς να δεις το δάσος, αν σε σύρουν με το ζόρι από τη μύτη», είπε η Μιν, σταυρώνοντας τα χέρια κάτω από τα στήθη της. Ο δεσμός γέμισε με μια αίσθηση αποδοχής, αλλά ο Ραντ δεν πίστευε ότι είχε να κάνει με την απόφαση της εγκατάλειψης για την εξεύρεση των αποστατών. «Να θυμάσαι πως επιθυμεί μια συγγνώμη για τα γεγονότα της Καιρχίν. Αν καταφέρεις να τη σκέφτεσαι σαν θεία σου που δεν σηκοίνει σαχλαμάρες, θα τα πας καλά μαζί της».
«Η Κάντσουεϊν δεν είναι τόσο κακή όσο φαίνεται». Η Νυνάβε κοίταξε βλοσυρή τις δύο άλλες γυναίκες και το χέρι της κινήθηκε προς την πλεξούδα, που ήταν τραβηγμένη πάνω από τον ώμο της, παρ’ όλο που το μόνο που είχαν κάνει οι άλλες ήταν να την κοιτάξουν. «Δεν είναι διόλου κακή! Εν καιρώ, οι διαφορές μας μπορούν να... λυθούν. Το μόνο που χρειάζεται είναι λίγος χρόνος».
Ο Ραντ αντάλλαξε ματιές με τον Λαν, ο οποίος ανασήκωσε ανάλαφρα τους ώμους του κι ήπιε άλλη μία γουλιά. Ο Ραντ ξεφύσηξε αργά. Όντως, η Νυνάβε είχε κάποιες διαφορές με την Κάντσουεϊν που, με τον χρόνο, μπορούσαν να διευθετηθούν, η Μιν έβλεπε μια αυστηρή θεία όταν την αντίκριζε, κι η Αλίβια μια άκαμπτη δασκάλα. Η περίπτωση της Νυνάβε θα περνούσε δια πυρός και σιδήρου, τις άλλες δύο δεν ήθελε καν να τις σκέφτεται. Ωστόσο, ήταν κολλημένος μαζί τους. Ήπιε άλλη μια γουλιά κρασί.
Οι άντρες στο τραπέζι δεν ήταν σε απόσταση που θα μπορούσαν να κρυφακούσουν, εκτός κι αν η γυναίκα μιλούσε δυνατά, αλλά η Νυνάβε χαμήλωσε τον τόνο της φωνής της κι έγειρε προς το μέρος του Ραντ. «Η Κάντσουεϊν μού έδειξε τι κάνουν δύο από τα τερ’ανγκριάλ μου», ψιθύρισε, και στα μάτια της φάνηκε μια σπιρτάδα. «Στοιχηματίζω πως όλα αυτά τα στολίδια που φοράει είναι τερ’ανγκριάλ. Αναγνώρισε τα δικά μου με το που τα άγγιξε». Χαμογελώντας, η Νυνάβε ψηλάφισε το ένα από τα τρία δαχτυλίδια του δεξιού της χεριού, αυτό με την αχνοπράσινη πέτρα. «Ήξερα πως, αν το ρύθμιζα, το συγκεκριμένο μπορούσε να ανιχνεύσει κάποιον που διαβιβάζει μέσω του σαϊντάρ από τρία μίλια απόσταση, αλλά η Κάντσουεϊν λέει πως μπορεί να ανιχνεύσει και το σαϊντίν. Πιστεύει ότι μπορεί να διευκρινίσει ακόμα και την κατεύθυνση, αλλά αγνοούμε τον μηχανισμό».
Η Αλίβια έστρεψε το πρόσωπό της από το τζάκι και ρουθούνισε δυνατά, αλλά μίλησε κι αυτή χαμηλόφωνα. «Κι όταν δεν τα κατάφερε, φάνηκες ικανοποιημένη. Το διέκρινα στην έκφρασή σου. Πώς μπορείς να ικανοποιείσαι με την άγνοια;»
«Ικανοποιήθηκα επειδή δεν ξέρει τα πάντα», μουρμούρισε η Νυνάβε, αγριοκοιτάζοντας πάνω από τον ώμο της την ψηλότερη γυναίκα, αλλά μια στιγμή αργότερα το χαμόγελο της επέστρεψε. «Το πιο σημαντικό πράγμα, Ραντ, είναι αυτό». Τα χέρια της ακούμπησαν τη λεπτή διακοσμημένη ζώνη, που ήταν περασμένη στη μέση της. «Την αποκαλεί "Πηγάδι"». Ο Ραντ τραβήχτηκε, λες και κάτι πέρασε ξυστά από το πρόσωπό του, κι η Νυνάβε χαχάνισε. Ναι, η Νυνάβε χαχάνισε! «Κι είναι πράγματι ένα πηγάδι», είπε, εξακολουθώντας να γελάει, πιέζοντας τα δάχτυλά της πάνω στο στόμα της. «Ή ένα βαρέλι, τέλος πάντων, γεμάτο σαϊντάρ. Όχι πολύ, είναι αλήθεια, αλλά το μόνο που έχω να κάνω για να το ξαναγεμίσω, είναι να αγκαλιάσω το σαϊντάρ μέσω αυτού, σαν να ήταν ανγκριάλ. Δεν είναι θαυμάσιο;»
«Πράγματι, είναι θαυμάσιο», αποκρίθηκε ο Ραντ χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Ώστε, η Κάντσουεϊν κυκλοφορούσε έχοντας στα μαλλιά της διάφορα τερ’ανγκριάλ, πιθανότατα κι ένα από αυτά τα «πηγάδια», ειδάλλως δεν θα το αναγνώριζε. Μα το Φως, νόμιζε πως δεν υπήρχε άνθρωπος που να έχει ανακαλύψει δύο τερ’ανγκριάλ που να κάνουν το ίδιο πράγμα. Δεν ήταν καλή ιδέα να τη συναντήσει απόψε χωρίς να γνωρίζει ότι η γυναίκα είχε τη δυνατότητα της διαβίβασης ακόμα κι εδώ.