Выбрать главу

«Μια παγίδα παύει να είναι παγίδα όταν την αντιλαμβάνεσαι», της αποκρίθηκε αφηρημένα, λυγίζοντας λιγάκι την άκρη ενός κομμένου σύρματος, για να το εξισορροπήσει καλύτερα με το ταίρι του. «Όταν ξέρεις ότι υπάρχει, μπορείς να βρεις τρόπο να την εξουδετερώσεις».

Η Μιν έριξε το μαχαίρι όσο πιο δυνατά μπορούσε κι αυτό καρφώθηκε τρεμάμενο στο πλαίσιο της πόρτας, ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό του. Η γυναίκα αναπήδησε τρομαγμένη μόλις ανακάλεσε από τη μνήμη της την τελευταία φορά που είχε συμβεί αυτό. Τώρα, ωστόσο, δεν τον είχε καβαλήσει, ούτε υπήρχε περίπτωση να μπει μέσα απότομα η Κάντσουεϊν, κάτι πολύ χειρότερο. Που να τον πάρει και να τον σηκώσει, αυτός ο παγωμένος όζος συναισθημάτων μέσα στο κεφάλι της δεν είχε αναταραχθεί στο ελάχιστο. Δεν υπήρχε ένδειξη ούτε καν μιας φευγαλέας έκπληξης! «Ακόμα κι αν ξετρυπώσεις τον Γκέντγουιν και τον Τόρβαλ, ξέρεις πολύ καλά πως οι άλλοι θα κρύβονται κάπου τριγύρω. Μα το Φως, ίσως να έχουν προσλάβει καμιά πενηνταριά μισθοφόρους και να σε περιμένουν!»

«Πού, στο Φαρ Μάντινγκ;» Έπαψε να κοιτάει το μαχαίρι που είχε καρφωθεί στην πόρτα. Κούνησε το κεφάλι του κι έστρεψε ξανά την προσοχή του στον ειρηνικό δεσμό. «Αμφιβάλλω αν έχουν μείνει έστω και δύο μισθοφόροι σε όλη την πόλη, Μιν. Δεν σκοπεύω να σκοτωθώ, πίστεψέ με. Εκτός κι αν βρω τρόπο να ξεπεράσω την παγίδα χωρίς προβλήματα, δεν έχω καμιά διάθεση να πέσω μέσα». Ακόμη και μια πέτρα θα φοβόταν περισσότερο από εκείνον! Και θα σκεφτόταν πιο λογικά! Δεν σχεδίαζε να σκοτωθεί, λέει, λες κι υπήρχε άνθρωπος που επιδίωκε κάτι τέτοιο!

Η Μιν σηκώθηκε κι άνοιξε το μπροστινό μέρος του μικρού κομοδίνου, για να βγάλει τη λουρίδα που η Κυρά Κην φρόντιζε να βρίσκεται σε κάθε δωμάτιο, ακόμα κι αν ήταν νοικιασμένο σε ξενομερίτες. Το αντικείμενο ήταν μακρύ όσο το χέρι της και φαρδύ όσο η παλάμη της. Η μια του άκρη είχε μια ξύλινη λαβή κι η άλλη διακλαδιζόταν σε τρεις απολήξεις. «Ίσως αν το χρησιμοποιήσω επάνω σου, να μπορέσεις να δεις αυτό που βρίσκεται μπροστά στη μύτη σου!» του φώναξε.

Εκείνη τη στιγμή, η Νυνάβε, ο Λαν κι η Αλίβια μπήκαν μέσα. Η Νυνάβε με τον Λαν φορούσαν τους μανδύες τους, ενώ ο Πρόμαχος είχε περασμένο το ξίφος στον γοφό του. Η Νυνάβε είχε αφαιρέσει όλα της τα κοσμήματα, εκτός από ένα βραχιόλι με πετράδια και την ποικιλμένη ζώνη, το Πηγάδι. Ο Λαν έκλεισε αθόρυβα την πόρτα. Η Νυνάβε με την Αλίβια απέμειναν να κοιτάνε τη Μιν, με τη λουρίδα ανασηκωμένη πάνω από το κεφάλι της.

Με μια βιαστική κίνηση, η Μιν έριξε το αντικείμενο στο λουλουδάτο χαλί και το έσπρωξε με το πόδι της κάτω από το κρεβάτι. «Δεν καταλαβαίνω γιατί άφησες τον Λαν να κάνει κάτι τέτοιο, Νυνάβε», είπε με όσο πιο σταθερή φωνή μπορούσε. Όχι και τόσο σταθερή, είναι αλήθεια. Γιατί οι άνθρωποι συνηθίζουν να ξεφυτρώνουν πάντα την πιο ακατάλληλη στιγμή;

«Μια αδελφή πρέπει πού και πού να εμπιστεύεται τη κρίση του Προμάχου της», αποκρίθηκε ψυχρά η Νυνάβε, φορώντας τα γάντια της. Η συναισθηματική της κατάσταση έδινε στο πρόσωπό της μια έκφραση που κάλλιστα θα μπορούσε να ανήκει σε πορσελάνινη κούκλα. Μα την αλήθεια, ήταν Άες Σεντάι από την κορυφή έως τα νύχια.

Δεν είναι Πρόμαχός σου, άντρας σου είναι, ήθελε να της πει η Μιν, κι αν μη τι άλλο, έχεις κάθε δικαίωμα να τον προσέχεις. Προσωπικά, δεν έχω ιδέα αν ο δικός μου Πρόμαχος πρόκειται να με παντρευτεί, άσε που απείλησε να με δέσει, αν κάνω ότι τον ακολουθώ! Όχι ότι είχε εκφράσει τόσο έντονα τις αντιρρήσεις της στο συγκεκριμένο ζήτημα. Αν δεν έπαυε να φέρεται ηλίθια, υπήρχαν και καλύτεροι τρόποι να τον σώσει από το να προσπαθήσει να καρφώσει κάποιον με ένα εγχειρίδιο.

«Αν πρόκειται να το κάνουμε, βοσκέ», είπε ο Λαν κατσούφικα, «καλύτερα να γίνει όσο υπάρχει φως και βλέπουμε». Τα γαλανά του μάτια φάνταζαν παγερότερα από ποτέ, σκληρά σαν λιανισμένες πέτρες. Η Νυνάβε τού έριξε ένα βλέμμα γεμάτο ανησυχία, κι η Μιν σχεδόν τη λυπήθηκε. Σχεδόν.

Ο Ραντ ζώστηκε το ξίφος πάνω από το πανωφόρι του, έριξε την κουκούλα προς τα πίσω, και στράφηκε προς το μέρος της. Το πρόσωπό του ήταν εξίσου σκληρό με του Λαν, τα γκριζογάλανα μάτια του εξίσου σχεδόν παγερά, αλλά μέσα στο μυαλό της Μιν αυτή η παγωμένη πέτρα λαμπάδιαζε με φλέβες πύρινου χρυσαφιού. Ήθελε να χώσει τα χέρια της στα βαμμένα μαύρα μαλλιά του, που άγγιζαν σχεδόν τους ώμους του, και να τον φιλήσει, ασχέτως παρισταμένων. Αντί γι’ αυτό όμως, σταύρωσε τα χέρια της στα στήθη της κι ανασήκωσε το πηγούνι της, φανερώνοντας έτσι την έκταση της διαφωνίας της. Φυσικά, δεν σκόπευε να τον αφήσει να πεθάνει εδώ, και δεν ήθελε με τίποτα να είναι η ίδια η αιτία τού να αρχίσει να σκέφτεται ο Ραντ ότι τελικά η Μιν θα υποχωρούσε επειδή αυτός ήταν εξαιρετικά πεισματάρης.